Διαβάστε τα ποιήματα του Ποιητικού Διαγωνισμού U WRITE 2, στην κατηγορία “Διαγωνισμοί”.

Παρακάτω οι συμμετοχές του Βασίλη Πετράκη

Θητεία
Moνάχα για τη μάνα μου θα μπω στη φυλακή μου
το μητρικό το γάλα μου θα τρέξω να τιμήσω
με κάτι μπότες άβολες θα με ξεπροβοδίσω
τα έρμαια ουρλιάζοντας ζητώντας την ζωή μου
Ζωή που δεν κατάφεραν στα χέρια τους να αρπάξουν
Κάθε ψυχής μου κύτταρο τη ‘στάλα’ του γυρεύει
Για μια πνοή σου έψαχναν την τύχη μου ν ‘αλλάξουν
Πρέπει να γίνεις άβουλος κενός για να οπλίσεις
ρίχνοντας τ ‘ευαίσθητου που ‘χεις καλά κρυμμένο
της μιας ψυχής σου λούλουδα μη τύχει και ποτίσεις
Θα μπω λοιπόν κατάχαμα τ ‘ανάστημα θα αφήσω
Του εγωισμού μου τ ‘άγρια στα χέρια μου θα πνίξω
Θα γύρω την μια πέτρα μου στον άνεμο να αφήσω ,
μ ‘ένα χαμόγελο πικρό να φτύσω του εχθρού μου
και θα χαρίσω άφθονα την πλάτη μου στους έξω
Συνήθισε το χέρι μου τις νότες του να ρίχνει
τώρα μονάχα θα γρικώ τον ήχο του μετάλλου
μα θα φυλώ μια εικόνα σας για να ‘χω να θυμάμαι
εκτός από το αίμα σου κανείς δεν θα σε ψάξει
Στο όνειρο της θύμησης σ ’αφήνω και κοιμάμαι,
κάτω από το μαξιλάρι μου, για να το αγαπήσω .
Και ο ιδρώτας στα στερνά να σ απογοητεύει.
Σε χίλιες σκέψεις στο μυαλό κάθε που ξημερώνει,
Γιατί ξερίζωσαν τα θέλω μας – τη διαφορά του εγώ μας,
στο έλεος μιας φυλακής σ ’ακούω να κραυγάζεις.
Κι ύμνους όταν σου λεν να λες, ο Μάιλς σ αγκαλιάζει.
Κι ορκίζεσαι του αιώνα σου, ποτέ να μην αλλάξεις.

Σαν «κοίταζα» της μάνας μου την μιαν ανησυχία,
Σαν «άκουγα» στο βλέμμα της , της κόμης μου ένα χάδι,
Σαν τρόμαζα στου αναστεναγμού μη τύχει και προδώσω,
στων τεσσάρων ματιών, το αντικριστό τους βλέμμα.

Μελανή Οπή
Γιορτές με δάκρυα στο γέλιο τους να κρύβουν
Σθεναρά απαντημένες,
με τούτο το μαύρο στην ψυχή να καθηλώνει
Να πέφτεις να σκορπίζεσαι σε χίλιες δυο εικόνες
κι απατηλά του ονείρου σου, τον κόσμο σου γεμίζεις.
Και η αγάπη χάθηκε να ψάχνεις ν ‘αγαπήσεις
σε δοξασμένους ήρωες νεκρούς, για σένα το παν
Σκέψη απελπισίας,
να δόξαζες τους δαίμονες, έχοντας πάντα να σου πουν.
Σχέση αθανασίας,
να γιόρταζε η πλάση με τα ψόφια της κουφάρια
Εμπόριο βλακείας θανάτωνε τα παιδικά μου όνειρα
ξερνώντας την ενήλικη μας θλίψη
σαν άκουγες τα λυπημένα πρόσωπα να έκλαιγες γοερά,
και γω στον κόσμο μου σωπαίνοντας κραύγαζα στον ερχομό της
κάποιο τραγούδι μου ακούγοντας, να “αλαζονιστώ”
Απόψε πέθανες ,
πεθαίνεις το σήμερα μα δε το λες
Απόψε με κάποιον φίλο να ‘μουν…
Σκότωναν την αγάπη μου που χα για σας φυλάξει
τ’ απόκρημνα του εαυτού μου , φάλαγγα στο Αμήν σας

Θεέ μου ,τον Κρίνο σου αφήσαμε και σάπισε στ’ αγέρι
της μοναξιάς μας γουνικό το φτιάξαμε κι εχάθη
στο άπειρο του άσκοπου ζώντας για ένα χιτώνα δανεικό.
Κραυγάζοντας.
καθώς να πέφτει ο κεραυνός του Υπάρχω.
Το φως μου έκλεισα. Δωμάτιο στα λευκά απ’ τ’ άσπρο των σύννεφων
Το μυαλό σκαλώνει με ανάστημα λύπης
στο δακρυσμένο παράθυρο
κλάμα που διαμαρτύρεται για μια θολή μου ανάσα

Εκεί που το τζάμι να κλαίει καθώς να φοβάται το όνομά σου.
Κάποιο νεκρό πρωινό, έτσι απλά,
με το μαραμένο μήλο και οι σταγόνες από πορτοκάλι.
Χειμώνας.

Δεκαπενταύγουστος χωρίς

Λευκές ημέρες σκόρπισαν τ’ ανείπωτα κουρέλια,
στο παιδικό δωμάτιο σε βρήκα να προσμένεις,
Σε λίγη από την κόμη σου κοιμήθηκα πιο πέρα,
που ‘χες ξεχάσει κάποτε σε ψάθες μεθυσμένες ,
Κάπνισα μιαν ανάμνηση που χα για σε φυλάξει,
Μα όσο και να προσπάθησα δεν έσβηνε στ’ αγέρι
Στων αναφιλητών του Πρίγκιπα προσμένοντας να έρθεις
στα τέσσερα τα μάτια τους το αντικριστό τους βλέμμα
Στα μαρμαρένια κλάματα σε ξενικό τοπίο
η αγάπη μου κάποιαν αυγή, την βάρκα της προσμένει
Και δίχως να πω ανάσα μου , δίχως να πράξω κάτι
Έκλαψα μα δεν αρκεί..
Στο εκεί είμαι αποβραδίς και να θρηνώ μονάχος
Που άφησα και έφυγε δίχως να γύρω πίσω
Μα κάθε νύχτα μου ‘ρχεται τούτη η μουγκή εικόνα
Κατάρα που με στοίχειωσε το κλάμα της να ακούω
Στα σύννεφα να κρύβομαι μικρή βροχή να γίνω
Του ανέμου μου παρακαλώ στο ‘’εκεί’’ να με πετάξει
Για αυτό το λίγο της να δω να την ξεπροβοδίσω
Δάκρυα να πάρω φυλαχτό και να μην κλαις για μένα
Μες στην καρδιά της νύχτας μου και να προσμένω νέα
Ήρθες και μ αναστάτωσες κόρη του Ιδομενέα
Πολέμησες κι ηττήθηκα, το αίμα μου να ρέει
Λεηλάτησες τα εδάφη μου στο σώμα μου εμπήκες
Στρατός γίνηκε η αγάπη μας τις νύχτες να λυσσάω
Και του κορμιού της τ ‘άδυτα αχόρταγα ν ‘αγαπάω
Τις μέρες να μετρώ να απολυθώ να δω στην αγκαλιά της
Κι ας μην ξημερώσω μέρα μου και πάλι μακριά της
Σκαλίζοντας τα μάτια μου μη τύχει και δακρύσουν
Το αίμα μου μη δει τη θλίψη μου και ευθύς ανησυχήσει
Μάτια μου έφυγες και πήρες μαζί
Μιαν άσπρη πλευρά μου και η μαύρη θρηνεί.