O Wassily Kandinsky (1866-1944) έχει δικαιολογημένα χαρακτηριστεί ως ο πατέρας της Αφηρημένης Τέχνης γιατί ήταν ο πρώτος που τόλμησε να ανατρέψει οριστικά την Αναγεννησιακού τύπου τεχνική που κυριαρχούσε μέχρι τότε στην Τέχνη της Ζωγραφικής. Ο Kandinsky, βαθύτατα επηρεασμένος από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, Εξπρεσιονισμό, Κυβισμό και Φοβισμό, βαδίζοντας, συγχρόνως, τον δρόμο που άνοιξαν οι τρεις σπουδαίοι ζωγράφοι Van Gogh, Sezanne και Gauguin, κατάφερε να δημιουργήσει τη δική του αφαιρετική τέχνη, η οποία έθεσε τα θεμέλια για τη μετέπειτα «Αφηρημένη Τέχνη».

Γεννημένος στη Μόσχα στις 4 Δεκεμβρίου 1866, ο Wassily Kandinsky σε ηλικία 10 ετών ξεκίνησε μαθήματα μουσικής, ενώ, όσο ήταν ακόμη στο Λύκειο, παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και βιολοντσέλου. Στη συνέχεια, από το 1886 έως το 1893 πραγματοποίησε σπουδές Δικαίου και Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Το 1895 παρακολούθησε την έκθεση των Γάλλων Ιμπρεσιονιστών στη Μόσχα, διατηρώντας παράλληλα την ιδιότητα του ερασιτέχνη Ζωγράφου. Το 1896 αποφάσισε να εγκαταλείψει την καριέρα του ως νομικού και να σπουδάσει Ζωγραφική στο Μόναχο, όπου εγκαταστάθηκε μέχρι το 1914.

Το 1900 εντάσσεται στη Βασιλική Ακαδημία, στην τάξη του Franz Stuck, και μέχρι το 1907, τα έργα του δέχονται επιρροές από το Ρεύμα του Ιμπρεσιονισμού και τα λαϊκά παραμύθια της Ανατολής. Από το 1909 αρχίζουν σταδιακά να εξαφανίζονται τα αντικείμενα από τη ζωγραφική του, ενώ την ίδια περίοδο ξεκίνησε τη σειρά των «Αυτοσχεδιασμών», ζωγραφίζοντας, ακόμη, τα έργα «Γαλάζιο Βουνό» και τη δεύτερη παραλλαγή «Γαλάζιου Καβαλάρη». Το 1910 εγκαινιάστηκε η «σπουδαία περίοδος της ανεικονικής ζωγραφικής» του Wassily Kandinsky, με τα έργα «Αυτοσχεδιασμός VI» και «Συνθέσεις».

Το 1911 ίδρυσε τον «Γαλάζιο Καβαλάρη» (Blaue Reiter) και τον επόμενο χρόνο εξέδωσε το «αλμανάκ του Γαλάζιου Καβαλάρη», ένα εγχειρίδιο προς νέους καλλιτέχνες. Από το 1914 έως το 1921 ακολούθησε η «Ρωσική Περίοδος» της ζωγραφικής του, κατά την οποία ο Kandinsky έθεσε τις βάσεις για τη διδασκαλία των Εικαστικών Τεχνών, ενώ ταυτόχρονα ανακηρύχθηκε καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Στα τέλη του 1921  έφυγε στη Γερμανία, ενώ τον Ιούνιο του 1922 προσκλήθηκε στη Βαϊμάρη  από τον Γερμανό Walter Gropious (1883-1969), ιδρυτή της Σχολής του «Bauhaus», η δημιουργία της οποίας αποσκοπούσε στη σύνδεση της τέχνης με τη μηχανική, εστιάζοντας στη «λειτουργικότητα» των αντικειμένων.  Στη συνέχεια, ο Wassily Kandinsky έγινε πρόεδρος και καθηγητής του «Bauhaus», όπου παρέδιδε μαθήματα.  

Το 1929 και το 1930 οργάνωσε ατομικές εκθέσεις σε γκαλερί του Παρισιού. Το 1932 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου μεταφέρθηκε το «Bauhaus». Με δεδομένη την πίεση που υπέστη η Γερμανία εκείνη την περίοδο στα πλαίσια του Ναζιστικού Καθεστώτος, το «Bauhaus» διαλύθηκε. Μία από τις τραγικές συνέπειες της επιβολής του ναζισμού στη Γερμανία ήταν η καταστροφή 57 έργων του Kandinsky. Ο ίδιος πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου 1944, στο Νεϊγί-Συρ-Σεν, στη Γαλλία.

Ο Kandinsky είχε μία ροπή προς το «κρυμμένο», το «σκεπασμένο», η οποία εκφράζεται μέσω της αναζήτησης του ορισμού των οριζόντιων και κάθετων γραμμών στα έργα του. Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες εστιάζουν στην «πνευματική ροή» των αντικειμένων, παρ’ όλο που ο ίδιος έχει αναιρέσει τα αντικείμενα των τεχνών που προηγήθηκαν. Η μετάβαση από την «παραστατικότητα» στην «αφαίρεση», η οποία απορρέει από την παραπάνω διαρκή αναζήτηση του καλλιτέχνη, οφείλεται στη «δυναμική παρατήρηση» της πραγματικότητας από το δικό του «ευαίσθητο πνεύμα».

Την εποχή, κατά την οποία, ο Kandinsky έχει ολοκληρώσει τη συγγραφή του έργου του «Για το Πνευματικό στην Τέχνη», δημιουργεί την πρώτη του «αφηρημένη ακουαρέλα». Εκείνη την περίοδο πραγματοποιεί το «ασύλληπτο πέρασμά του απ’ τον εξπρεσιονισμό στην αφαίρεση». Το πέρασμα αυτό αποτυπώνεται στον ισχυρισμό του ότι «η φόρμα πρέπει να εκφράσει κατά τον πιο εκφραστικό τρόπο το εσωτερικό της περιεχόμενο». Η προβληματική της Ζωγραφικής του Kandinsky αποσκοπεί στον επαναπροσδιορισμό «των σημείων, της στοιχειώδους γεωμετρικής φόρμας και των χρωμάτων». Ο καλλιτέχνης είναι κομμάτι του κόσμου στον οποίο ζει, ενώ παράλληλα ο κόσμος αποτελεί υπόσταση του καλλιτέχνη-δημιουργού. Με αυτό τον τρόπο, ο Kandinsky μετατρέπεται σε ανιχνευτή, και στη συνέχεια, σε «απόλυτο πατέρα» της αφηρημένης ζωγραφικής.

Το άλμα του Kandinsky προς την αφηρημένη εικόνα αποτυπώνεται με απόλυτη σαφήνεια σε μία δική του γραπτή μαρτυρία που χρονολογείται το 1908. Πιο συγκεκριμένα, ένα απόγευμα κατά το οποίο ο ζωγράφος επέστρεφε σπίτι του, αντίκρυσε «μία εικόνα εκπληκτικής ομορφιάς» από την οποία έλαμπε ένα «εσωτερικό φως». Όταν πλησίασε την «εικόνα-αποκρυπτογράφημα», όπως την αποκαλεί, εντόπισε ποιο ήταν «το κλειδί της αποκρυπτογράφησης»: Ένας πίνακας του ίδιου τοποθετημένος ανάποδα στον τοίχο. Την επόμενη μέρα ο Kandinsky αναζήτησε με το φως την εντύπωση εκείνη του πίνακα, αλλά δεν το κατόρθωσε παρά μόνο κατά το ήμισυ, όπως ο ίδιος αναφέρει. 

Ο καλλιτέχνης μέσα από αυτή την εμπειρία, συνηδειτοποίησε ότι το «αντικείμενο βλάπτει τη ζωγραφική». Συνέπεια της εντύπωσης που προκλήθηκε από τον αναποδογυρισμένο πίνακα αποτέλεσε η «εξαφάνιση του αντικειμένου». Η παρατήρηση του «αναποδογυρισμένου πίνακα» καταστρέφει τη Φόρμα η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξέλιξη της ζωγραφικής από την Αναγέννηση μέχρι τον «Εξπρεσσιονισμό». Τα θεμέλια της παραδοσιακής τέχνης κλονίζονται σημαντικά. Η αδυναμία της να συγκινήσει αποτυπώνεται στο γεγονός ότι «ακόμη και αναποδογυρισμένος, ο πίνακας έχει μια εκπληκτική ομορφιά και λάμπει ολόκληρος από ένα εσώτερο φως».

Σύμφωνα με την αντίληψη του Kandinsky, ο νέος τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης οφείλει να εγκαταλείψει ολοκληρωτικά την παραδοσιακή έννοια της «Φόρμας». Πρόθεσή του αποτελεί η «υπέρβαση της παραδοσιακής αντίληψης για την πραγματικότητα». Σε αυτά τα πλαίσια, ο Will Grohmann επισημαίνει πως εγκαινιάζεται «η περίοδος της μεγαλοφυίας» του Wassily Kandinsky, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη δημιουργική ένταση. Ο καλλιτέχνης λαμβάνει υπόψη τις εκφραστικές και συμβολικές ενώσεις του χρώματος, το ρόλο της γραμμής και του σημείου και την αλληλοπροσαρμογή τους στη ζωγραφική επιφάνεια, αποσκοπώντας στην έκφραση της «εσωτερικής αναγκαιότητας».

Κωνσταντίνα Μιχάκη