Αν μου έλεγες πριν δύο μήνες ότι θα έγραφα τα ποιήματα το ένα μετά το άλλο και ακόμα χειρότερα ότι θα μου αρέσει κιόλας, πρώτα θα γέλαγα και μετά θα σου έλεγα ότι είσαι τρελός και ότι «ρε, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». Κι όμως, έχω φτάσει στο σημείο που όχι μόνο γράφω ποιήματα αλλά μ’ αρέσει κιόλας και αν με ρωτήσεις αυτήν την στιγμή προτιμώ να τελειώσω τους τελευταίους 30 στίχους που έχω για την εργασία μου, παρά να γράψω άλλες χίλιες λέξεις για το διήγημά μου.  Άσε με να σου εξηγήσω λιγάκι πως φτάσαμε μέχρι εδώ.

Αν ρωτήσεις ανθρώπους που γράφουν, οι περισσότεροι στατιστικά θα σου πουν ότι ξεκίνησαν από μικρή ηλικία σίγουρα διαβάζοντας πολύ αλλά και γράφοντας ή πλάθοντας στο νου τους σύντομες ιστορίες. Από εκεί, άλλοι ανακάλυψαν τους στίχους και την ποίηση και άλλοι στράφηκαν στις πεζές φόρμες, στα διηγήματα ή στο μυθιστόρημα. Λίγοι είναι εκείνοι που συνδυάζουν και τα δύο˙ πεζό και ποιητικό. Και αυτό, γιατί το ένα προϋποθέτει την ανάπτυξη και το άλλο την αφαίρεση και ο συνδυασμός τους είναι ιδιαίτερα πολύπλοκος.

Εγώ, λοιπόν, ήμουν από μικρή το παιδί που έγραφε ιστοριούλες, μικρότερες στην αρχή, μεγαλύτερες στη συνέχεια. Πάντα με ένα τετράδιο στο χέρι, ακόμα και μέσα στο μάθημα. Να γράφω και να γράφω και να γράφω λίγο ακόμα. Δε θα το συνιστούσα σε κανέναν, αφού ακόμα με ταλαιπωρεί μια ισχυρότατη τενοντίτιδα. Παρόλα αυτά, θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου να καταφεύγει σε όλες εκείνες τις ιστορίες που σκάρωνα και να γεμίζει έτσι τετράδια επί τετραδίων για χρόνια. Η ποίηση δεν είχε μπει ακόμα στη ζωή μου, πέρα από τα ποιήματα του σχολικού βιβλίου, που μου φαινόντουσαν στην καλύτερη ακατανόητα και χωρίς ενδιαφέρον. Μα πάνω απ’ όλα μου φαινόντουσαν καταναγκαστικά και αυτό ήταν για μένα χειρότερο.

Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ούτε και αργότερα, όταν πλέον φοιτήτρια της Φιλολογίας αναγκαζόμουν να διαβάζω για ποιήματα χαμένα στους αιώνες, καθόλα ρομαντικά, καθόλα γλυκανάλατα και πολύ μα πολύ μακριά από τα γούστα μου. Η ποίηση εξακολουθούσε να μοιάζει καταναγκαστική και έπαιρνε την μορφή ατελείωτων ωρών μαθημάτων και φυσικά εξετάσεων. Η λογοτεχνία έμπαινε στη ζωή μου αποκλειστικά με την μορφή κλασσικών συγγραφέων του πεζού λόγου, των οποίων τα βιβλία αγόραζα και καταβρόχθιζα με μανία. Και κάπως έτσι ερχόμαστε στο σήμερα!  Όπου στο μεταπτυχιακό πλέον έρχεται η ώρα να γράψω το πρώτο μου ποίημα, χωρίς οδηγίες, χωρίς προετοιμασία. Πέρα από δύο λόγια: να είναι ένα ποίημα που να αφορά την ίδια την ποίηση και να κάνω την προσπάθεια μου χωρίς φόβο.

Ο καθηγητής μου προσπαθεί από την αρχή στο εξάμηνο να μας μάθει πως η ποίηση είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας, όταν μιλάμε με ειλικρίνεια στο χαρτί και του αδειάζουμε τις σκέψεις μας. Είναι ένας τρόπος να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας, να τα νιώθουμε καλύτερα, να μπαίνουμε σε ρόλους και στις θέσεις των άλλων. Να κάνουμε βουτιά στο παρελθόν και άλματα στο μέλλον. Κι εγώ βάλθηκα να κοιτάω διστακτικά για πρώτη φορά το τετράδιό μου μέχρι να καταλάβω τι είναι για μένα τελικά η ποίηση. Τι είναι για μένα τελικά η τέχνη! Και είναι συγκλονιστικό να βλέπεις τις λέξεις να κυλάνε τόσο εύκολα, μετά από καιρό, και να γεμίζουν τις σελίδες και τα περιθώρια. Να αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να φτιάχνει ιστορίες με διαφορετικό πρόσημο αυτήν την φορά και διαφορετικό σχήμα. Και αυτό που φοβόσουν να γίνεται παιχνίδι φορά με τη φορά.

Η ποίηση μπορεί να μην είναι για όλους, αλλά δεν είναι και για αυτούς τους λίγους, τους «επίλεκτους». Την ποίηση δεν πρέπει να την φοβόμαστε. Είναι μορφή έκφρασης, τέχνη και για πολλούς καταφύγιο. Μα πάνω απ’ όλα είναι μια γερή ματιά στον καθρέφτη και ένα καινούργιο κομμάτι του εαυτού μας που βγαίνει στο φως.