Ενθύμηση και λήθη μιας «πορφυρής δούλης»
Το δυστοπικό σύμπαν του βιβλίου της Margaret Atwood, The Handmaid’s Tale (1985), μιλά για ένα νέο πατριαρχικό και βαθιά θεονομικό καθεστώς, που επιβάλλεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο κράτος του Γκίλιεντ μια φαλλοκρατική αίρεση ανατρέπει το προηγούμενο πολίτευμα, δημιουργώντας μία νέα κοινωνική δομή, στην οποία η κάθε γυναίκα επιτελεί έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο μέσω της δράσης της. Στο πλαίσιο αυτό, οι πορφυρές δούλες ασκούν ένα ιερό και σωτήριο «λειτούργημα»: την προσφορά των υπηρεσιών τους —έτσι έμαθαν να ονομάζουν τον υποχρεωτικό βιασμό— για το κοινό καλό.
Υποχρεούνται να συνευρεθούν με τον αφέντη τους, παρουσία της συζύγου του, προκειμένου να τις γονιμοποιήσει και να τους πάρει το παιδί. Ρόλο αφηγητή αναλαμβάνει η Offred (Of Fred, ανήκει δηλαδή στον κύριο της), μία πορφυρή δούλη που αναγκάζεται —κατακτημένη, ωστόσο, από μία ανεξήγητα παράλογη ηρεμία— να αποτινάξει από πάνω της κάθε ίχνος του παρελθόντος, της προηγούμενης οικογένειας, του παιδιού της. Ο καταστατικός ρόλος της μνήμης εδώ είναι καίριος: αφορά την «αφύπνιση» της ηρωίδας, τη βίαιη συνειδητοποίηση πως το σύστημα στο οποίο ζει είναι καταπιεστικό και τη συνεπακόλουθη απόφαση ν’ αντισταθεί σ’ αυτό ή και να το ανατρέψει.
Η δυστοπική εξουσία και ο κρατικός μηχανισμός θέλουν να εμποδίσουν την ανάκληση του παρελθόντος, καθώς αυτή, ούσα ικανή να πυροδοτήσει αντιδράσεις και κινήματα αντίστασης, συνεπάγεται τη συνειδητοποίηση πως υπάρχει εναλλακτική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, ο έλεγχος ή η απαγόρευση της μνήμης, η οποία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πρόσληψη της πραγματικότητας, αποτελούν ένα αποτελεσματικό μέσο χειραγώγησης του ατόμου. Συνεπώς, ο έλεγχος της μνήμης συνεπάγεται την ετεροκατεύθυνση ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη της κοινωνίας προσλαμβάνουν την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Η ελεγχόμενη ανάμνηση φέρει έτσι στο προσκήνιο το ζήτημα της «στρατευμένης» κατασκευής της συλλογικής μνήμης από τον κυρίαρχο λόγο.
Σ’ αυτή την προσπάθεια επιβολής της «λήθης» από μέρους της νέας ηγεσίας, που σκοπό έχει να αλλοιώσει το παρελθόν προκειμένου να θεμελιώσει την εξουσία του παρόντος, η ενθύμηση παρουσιάζεται ως μία συνειδητή πράξη, η οποία διαφοροποιεί τον κεντρικό χαρακτήρα από τον περίγυρό του. Η καταφυγή στις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής της αποτελούν ένα αποτελεσματικό μέσο, ώστε η Offred να αντλήσει δύναμη και ν’ αντιμετωπίσει τη νέα δυσχερή πραγματικότητα. Στους κρατικούς μηχανισμούς εξάλειψης της ατομικότητας —οι δούλες δεν ετεροπροσδιορίζονται απλώς μέσω του ονόματος του αφέντη τους, έχουν επίσης κοινή αμφίεση που φυσικά υποδηλώνει τον ρόλο τους στην κοινωνία— η πρωταγωνίστρια προβάλλει μέσω των αναμνήσεών της το δικαίωμα στη διαφορά και την εξατομίκευση.
Στο έργο, λοιπόν, προκρίνεται μία χωροταξική αντίληψη της μνήμης ως ενός αρχείου, μιας αποθήκης στην οποία βρίσκονται κλεισμένα όλα εκείνα τα καθοριστικά για την ατομικότητα και ταυτότητα δεδομένα. Η ανάκλησή τους στην περίπτωση αυτή είναι μία συνειδητή πράξη αντίστασης του ατόμου στις προσπάθειες εξανδραποδισμού του από ένα απολυταρχικό σύστημα, που του επιβάλλει συγκεκριμένη ταυτότητα και εαυτό. Έτσι, η Offred θυμάται για ν’ αναβιώσει, δεν ξεχνά για να υπάρξει.
Πηγή:
Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, «Από την αντίσταση στη μελαγχολία: Ο ρόλος της ενθύμησης στη δυστοπική μυθοπλασία», στο Ελένη Γεωργοπούλου, Γιάννης Πάγκαλος (επιμ.), Μνήμη και αφήγηση: διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2020.