U WRITE 2: Α. Αλεξιάδου, Α. Καντάνης, Χ. Μπαρτζουλιάνος, Γ. Καλογεροπούλου, Η. Παπαδόπουλος, Γ. Ροδουσάκης, Ε. Νταβαρίνου, Δ.Ζ. Βασιλάκη, Η. Παπαγεωργίου, Π. Τριπικέλη
Διαβάστε τα ποιήματα του Ποιητικού Διαγωνισμού U WRITE 2, στην κατηγορία “Διαγωνισμοί”.
Τα φώτα – Αλεξιάδου Αλεξάνδρα
Τι να τα κάνεις τα φώτα της πόλης
Αφού ούτε ο ήλιος της δεν σε αγγίζει
Φέγγουν από ψηλά με την δύναμη την κακιά και σε καίνε
Θες να τρέξεις να χωθείς ακόμα και κάτω από το φως ενός δέντρου στην αυλή
Εκεί που πρώτα έζησες την ηλιαχτίδα
Μακριά από την βαβούρα του κόσμου που σε κάνει να χαλάς την ηχώ της απέραντης δικιάς σου μοναξιάς
Θες να ζήσεις παρέα ακόμα και με το τιτίβισμα μιας μελισσούλας χάρης στην ηχώ της είσαι πιο δυνατή από τους δυνατούς
Τα φώτα της τόσο που σε πληγώσανε σαν ήρθες και τώρα ζητάς καταφύγιο σε έναν άγνωστο για εκείνους πάντα μα πάντα κόσμο
Τα φώτα είναι μεγάλα και εσύ μικρός αλλά συνάμα τόσο απέραντος
Μπορείς να ζήσεις ζωές πολλές ακόμα και ξένες
Όταν πονάς ακούς μονάχα την μέλισσα να σαλεύει στης φαντασίας το άπειρο μαζί σου
Έστω και αργά φεύγεις από τα φώτα της πόλης
Πάντα θα ζητάς τα φώτα της δικής σου πόλης που εκείνη κάνει τα πάντα για εσένα και ζει πραγματικά για εσένα
Άσε τους τρανούς να ζουν μόνοι στο άγνωστο που τάχα τους κάνει δυνατούς και ζωντανούς
Εσένα όμως όχι
Την γαλήνη εσύ της βρίσκεις αλλού
Ακόμα και στο φως μιας τεχνητής λάμπας στο σπίτι της ψυχής σου
Εσύ ζεις ;
Αυτοί ;
Homo – Αναστάσιος Καντάνης
Ήρθα απ’ τη χώρα του αγνώστου
καβάλα στη θύελλα,
έπαιξα με το συναίσθημα,
χόρεψα με τ’ όνειρο,
πάλεψα με την ανάγκη
και νικήθηκα απ’ τη νίκη μου.
Τώρα,
χτένισα τα μαλλιά μου,
ντύθηκα την αδιαφορία
κι αγναντεύω τη δροσοσταλιά που εξατμίζεται,
ξεφορτώνοντας του χαμομηλιού τα πέταλα
απ’το περιττό βάρος
και διαπιστώνω τη μεγαλοσύνη της μικρότητας
τα μόρια της αιωρούμενης σκόνης
υπογράφουν συνέχεια διαβατήρια,
ευτυχώς δίχως εξαιρέσεις,
σφραγίζοντάς τα με το μηδέν
Τέλος του ποιήματος…
Το ταξίδι των Μάγων – Χρήστος Μπαρτζουλιάνος
Άστατους δρόμους πίσω αφήνουν,
καμπυλωτούς και άνυδρους
πάνω σε αιωνόβιες καμήλες
διασχίζουν με υπομονή
την ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη
Στην καρδιά του χειμώνα αναζητούν
Την σύνοδο του Κρόνου με το Δία
πατρός και υιού του Λυτρωτή
Το φως είναι αβέβαιο, την ημέρα μοιάζει σβησμένο
τις νύχτες τον ουράνιο θόλο πλοηγεί,
οι τρεις Μάγοι χαμένοι ήσαν από απαντοχή
βήματα μέσα στα όστρακα, ξέβρασε
μια λησμονημένη εποχή από την Ανατολή
Χρυσός, ο καρπός του Βασιλιά
Λιβάνι, ένθεη καταγωγή μαρτυρά
Σμύρνα, άωρος θάνατος εν όψει, μα ακόμα μακριά
Μελχιόρ
Γκασπάρ
Βαλτασάρ
Πείτε μας αν τελικά φθάσατε στον “Οίκο της Σαρκός”
γνωστής ως Βηθλεέμ
Ολοένα και σιμώνατε, έπειτα χανόσασταν
περιπλανιόσασταν και περιπλανιόσασταν
έως ότου να ανταμώσετε
τη γέννηση του λύχνου της ανθρωπότητας
Από ποια στέρνα του χρόνου ξεδιψάσατε;
Ο υπέργηρος θαμπός κόσμος αποσυντέθηκε
μα, και ο νέος, χάος μας κληροδότησε
ένα μήνυμα με κάρβουνο γραμμένο
πάνω σε μαυροπίνακα
στο αβυσσαλέο σκοτάδι
Τα σήμαντρα λησμόνησαν την Αγάπη να προϋπαντήσουν
σάπισαν από την όξινη βροχή της υποκρισίας
Το Άστρο και ο Μεσσίας
βρίσκονται
πίσω από τη λίθο της αβεβαιότητας
που σαν εκκρεμές πηγαινοέρχεται
και μέσα μας φωλιάζει
Εμένα που με βλέπεις – Καλογεροπούλου Γιώτα
Πόσο βαθιά έχεις πληγωθεί;
Πόσο καλά, κρύβεις στα μάτια σου, τη θλίψη;
Ποια πατρίδα σού ‘χει λείψει,
κι έντυσες στα μαύρα την ψυχή;
Κι εμένα που με βλέπεις, γεμάτη καταιγίδες είναι η καρδιά μου.
Κι έσβησε στα ξάφνου η φωτιά μου.
Εμένα, που μες στο φως, με βλέπεις.
Μες τα σκοτάδια ζούσα εγώ, πριν έρθεις.
Μες σε υπόγειες στοές, θρηνούσα την ψυχή μου.
Δεν είχε δύναμη, δεν είχε ήχο, να βγει από μέσα η φωνή μου.
Εμένα, που με ρωτάς, πώς έχω αντέξει.
Εγώ, που κοιμάμαι με τα μάτια μου ανοιχτά,
παραφυλάω, μήπως και πάλι φανείς.
Στολισμένη, όπως πάντα!
Σε κάποια γωνιά του ονείρου, τυχαία, ίσως βρεθούμε.
Μη θρηνείς.
Εγώ, που κοιμάμαι, με τα λόγια σου αγκαλιά.
Εσύ, που είσαι δυνατή, πες μού, λοιπόν,
πώς αντικρίζεις στον καθρέφτη τον εαυτό σου;
Ποιο δρόμο ακολούθησες και έχασες το φως σου;
Εσένα, που είσαι δυνατή, ρωτώ.
Δεν απαντάς.
Και μ’ ένα γέλιο σου, θαρρείς, ο πόνος ξεγελιέται.
Μα, κάπου κρυφά, κάποιος κακός άρχισε πάλι να καυχιέται.
Για σένα, που όλο χάνεσαι, σ ένα παλιό, δικό σου παρελθόν.
Δεν απαντάς.
Για σένα θα απαντήσω εγώ.
Που είμαι παρών.
Μισές είν’ οι αλήθειες σου, που έψαξες να βρεις.
Μισά θα μείνουν και τα λόγια, που όλο διστάζεις να μού πεις.
Προς το παρόν.
Κάθαρσις – Ηρακλής Παπαπδόπουλος
Βλέποντας την κάθοδο των ενοχών και την επέλαση της ορμής
άρχισα επιτακτικά να αυτοαμύνομαι.
Φοβούμενος την πνευματική μου εξόντωση
τρόχισα τα δόντια της επιμονής και δάγκωσα στο σβέρκο την παραίτηση.
Με τη θερμοκρασία του αίματος – υπό το μηδέν
και τα μετανοητικά περιθώρια να στενεύουν
ήξερα πως είχε έρθει η ώρα του ύστατου αγώνα μου.
Άνοιξα την Πύλη κι αφέθηκα στα θυμιατά της πεθυμιάς
απέσυρα τις λαθραίες γονυκλισίες
με τα υποθηκευμένα γόνατα και τους κλεμμένους αγκώνες
και κέρωσα τις φλέβες της πεποίθησης.
Αναμετριόμουν με τον Κύριο – εγώ κι Εκείνος – μόνοι μας
– Κεκλεισμένων των οφθαλμών –
Του ζητούσα – εσπευσμένα –
την παύση της αναπαραγωγικής εγωπάθειας
την εκεχειρία της εσωστρέφειας
την ανακωχή του ιδεατού.
Και ως εκ θαύματος – αποχωρώντας μ’ ένα αίσθημα θριάμβου
έβλεπα – ακαριαία – τις προσευχές μου να εισακούονται
και τις διαμαρτυρίες μου να καταλαγιάζουν.
Μύριζε ασβέστη καταγής
όλα ήταν πλέον πεντακάθαρα
ο κόσμος μου ντυμένος στα λευκά
και η καρδιά μου τεχνηέντως διαμπερής,
για να περνούν τα περιστέρια ανάμεσά μου…
Στόχος – Γιώργος Ροδουσάκης
Είχα ακουμπήσει σε μια γωνιά τη φαρέτρα μου.
Πήρα το τόξο πήρα και το βέλος.
Τράβηξα σταθερά προς τα πίσω το βέλος κι έριξα κατευθείαν στο κέντρο χωρίς να υπάρχει
μήλο.
Έτσι για να δω πως πληγώνεται ένας στόχος.
Ύβρις – Ελπίδα Νταβαρίνου
Ποιον χρησμό θεϊκό αψήφησες
Και πίσω στα τείχη σου γύρισες;
Ποιανού Θεού τα λεγόμενα
Καταπάτησες και βρίσκεσαι
Πίσω στης πατρίδας σου τα χώματα;
Σε ποια μαυσωλεία αρχαία, σκονισμένα
Γύρισες,
Και τι ξόρκια σου ‘μαθαν
Οι νεκροί που μπόρεσαν και σου χάρισαν
Μία τέτοια λογής ελευθερία,
Που να καταπατάει κάθε θεϊκή εξουσία;
Είναι η Ρώμη μισογκρεμισμένη
Και φλόγες αναβλύζουν από κάθε Γωνιά της πόλης.
Δεν σου ‘μαθαν, στρατιώτη μου γενναίε,
Να πράττεις ανάλογα των συνθηκών;
Σώματα κείτονται στα χαλάσματα.
Ο θάνατος και η περιφρόνηση των θεών
Περιφέρονται στον καλοκαιρινό αιθέρα.
Τα μάτια σου ίσα που είναι δακρυσμένα,
Όσα καιρό τώρα ονειρευόσουν
Σκεπάστηκαν από ένα παχύ στρώμα στάχτης,
Και μια μυρωδιά απάτης.
Πως σου ‘ρθε, μου λες;
Πως σου ‘ρθε τους νεκρούς να πιστέψεις
Και των θεών σου τις δυνάμεις,
Να προσπαθήσεις να αποτρέψεις;
Ταμπέλα – Δήμητρα Ζωή Βασιλάκη
Δεν ξέρω αν έχω εαυτό…
Αν έχω χαρακτήρα…
Αν υπάρχει χαρακτήρας ή είναι μια ακόμη απλή ανθρώπινη επινόηση για να διατηρηθεί η αρμονία
των πάντων.
Πώς είμαι σίγουρη ότι έχω βρει τον εαυτό μου;
Πώς είμαι σίγουρη ότι είμαι αυτή που είμαι;
Πώς ξέρω ότι θέλω να είμαι αυτή που είμαι;
Πώς ξέρω ότι μου αρέσει αυτή που είμαι;
Πώς ξέρω ότι οι άλλοι δεν με έχουν κάνει αυτή που είμαι;
Πώς μπορώ να βεβαιωθώ ότι αυτή που είμαι, είμαι η σωστή για εμένα;
Πώς ξέρω ποια είμαι;
Από αυτά που οι άλλοι πιστεύουν για εμένα;
Από αυτά που οι άλλοι θέλουν να πιστεύουν για εμένα;
Από αυτά που οι άλλοι θέλω να πιστεύουν για εμένα;
Από αυτά που εγώ πιστεύω για εμένα;
Από αυτά που εγώ θέλω να πιστεύω για εμένα;
Ποιά είμαι;
Τώρα είμαι κοντά στον εαυτό μου;
Βασικά τώρα θέλω να πιστεύω πως είμαι κοντά.
Δεν νομίζω να έχω χαρακτήρα.
Κάποια βιώματα με έχουν κάνει να είμαι ευαίσθητη.
Να αντιδρώ ανάλογα.
Διευρύνω λίγο την σκέψη μου.
Πέφτω σε έναν συλλογισμό που μπορεί να είναι λανθασμένος.
Δεν έχω κανέναν να με αντικρούσει …
Μόνη μου γράφω.
Ο χαρακτήρας μας διαμορφώνεται με βάση τα θέλω μας.
Τελικά είναι δύσκολο να αποφασίσεις.
Ποιός είσαι;
Τι είσαι;
Τι σου αρέσει;
Ποιός σου αρέσει;
Ποιά σου αρέσει;
Πολύ δεσμευτικό…
Πρέπει να κάνεις μια δήλωση. Πρέπει να παραμένεις πιστός σ’αυτήν.
Πώς ξέρεις ότι είσαι αυτό;
Πώς ξέρεις ότι δεν είσαι το άλλο;
Πότε είσαι σίγουρος;
Είμαι αυτό.
Ποτέ.
Γυρνώ – Ηλίας Παπαγεωργίου
Απ’ την αντίνεμη πλευρά του Κόσμου που ‘φτιαξα
κι όπως τσακίζομαι στα δακρυσμένα βράχια ντρέπομαι
μα ειν’ απ’ την ανάγκη μου
να προχωρώ πιο πέρα απ’της στιγμής τ’ αντίστροφα
στάζουν καυτές δροσοσταλιές τα μάτια μου να φαίνομαι
πως ζω από τα λάθη μου
Στις αντηλιάς το χρώμα που ξεθώριασα μαζί
στέκω μ’ ανοιχτά τα χέρια σε σταυρό να γίνει ίσκιος
το μέσα μου να κρύβεται
πίσω απ’το σώμα το θνητό για να μ’ ακολουθεί
με την καρδιά μου ανάμεσα να καρτερά με μίσος
το αίμα που ξεχύνεται
Εκεί που η απόφαση γύρεψε άχτι να συρθεί
στερνό φιλί στο μέτωπο που αλυχτάει τον πόνο
καυτή σφραγίδα του Θεριού
να καίει πάντα στην ψυχή που έχει χαραχθεί
λευκό κερί ντυμένο μωβ κορδέλα άκρη στο μόλο
γίνομαι φάρος χωρισμού
Όπου τις μάγεψαν σελήνες κι έδειχναν ψηλά
σ’ εξαρθρωμένα όνειρα τσίγκινους κρίκους πέρασα
να μην μπορούν να στέκονται
στ’ ανταριασμένα μάτια τους που κοίταζαν βουβά
σφούγγιζα σε μεταξωτούς χρησμούς κι ελπίδα κέρασα
ξοπίσω μου να σέρνονται
Στου πεφταγγέλου τα ζεστά υπόγεια διαλεχτός
από ερινύες πύρινες το σώμα να εξαγνίσω
σκάβοντας ανοιχτές πληγές
τριάντα τρείς σιωπές ξεσπούν κι ο πόνος ανεκτός
λάσκα καλά το βούρδουλα αφέντη ως να λυγίσω
ώσπου να γιατρευτεί το χθες
Μέσα απ’τα κύματα του χρόνου τρόμαξα να βγω
ας με ξεράσεις μαύρη θάλασσα σε χάλκινη ακτή
σεντόνι μου βαφτιστικό
έβηξα την ανάσα μου με κλάμα δυνατό
τρυγώ των Δράκων το μανόγαλα που βρέθηκαν εκεί
απ’ το μηδέν να γεννηθώ.
Αντικείμενο – Πέγκυ Τριπικέλη
Κοίταξέ τη.
Το πρόσωπό της λάμπει, σαν τον ήλιο ένα ανοιξιάτικο πρωινό.
Γελάει με κάποιο αστείο.
Σε ένα μαγαζί με τους φίλους της.
Στο σινεμά, βλέποντας μία κωμωδία.
Σε κάτι σκαλιά, με μία μπύρα στο χέρι.
Άκουσέ τη.
Είναι ευγενική.
Ξέρει να συζητά.
Η χροιά της φωνής της είναι όμορφη.
Πιο μπάσα ή πιο τσιριχτή.
Κάθεται με ένα τσιγάρο στο χέρι.
Με ένα βιβλίο.
Ή με το κινητό..
Ίσως να είναι ευαίσθητη.
Ίσως να είναι τόσο σκληρή, όσο και το παρελθόν της.
Μήπως δείχνει έτσι;
Τώρα σκέψου τη να κλαίει.
Πως νιώθεις;
Ίσως είσαι αναίσθητος και δεν σε αγγίζει αυτή η εικόνα.
Σκέψου τη να νιώθει χρησιμοποιημένη.
Σαν ένα πλαστικό ποτηράκι στην άκρη του δρόμου.
Ακόμη δεν σε πονάει αυτή η σκέψη;
Δεν σφίγγεται το στομάχι σου;
Δεν το νιώθεις να καίγεται όπως το δικό της;
Πως τολμά κάποιος να πατά την αξιοπρέπειά της;
Η γυναίκα δεν είναι αντικείμενο.
Πως τολμάς να την εξευτελίζεις;
Νομίζεις πως έτσι της εξάπτεις το ενδιαφέρον;
Λάθος.
Την κάνεις να νιώσει αηδία.
Και αν την κάνεις να σιχαθεί τον εαυτό της, θα σιχαθεί και εσένα.
Η γυναίκα δεν είναι ένα άψυχο σώμα.
Δεν είναι ένα κομμάτι κρέας.
Χαίρεται.
Λυπάται.
Πληγώνεται και πληγώνει.
Μισεί.
Να της λες την αλήθεια.
Να της δίνεις προσοχή.
Και αν θες να την αφήσεις, μη το κάνεις με το χειρότερο δυνατό τρόπο.
Πάνω από όλα να τη σέβεσαι.
Το σώμα της δεν σου ανήκει.
Στον έρωτα, στο σεξ, στην αγάπη, είμαστε χορευτές.
Συνεργάτες.
Ο ένας παίρνει τις κινήσεις του άλλου.
Κανείς δεν καταπατά κανέναν.
Και αυτό απαιτεί σεβασμό.
Μην την πετάξεις στην άκρη, μη την ντροπιάσεις.
Μην την κάνεις να μετανιώσει που σε άφησε να τη γνωρίσεις.
Που σου ανοίχτηκε μπροστά από μία οθόνη, που έπαιζε ένα κλιπάκι.
Ή ένα «όλντσκουλ» τραγούδι.
Σε μία παιδική χαρά.
Σε ένα πάρτυ ενώ χόρευε, μόνο με το βλέμμα.
Ξέρεις, μπορεί να μην ήσουν σημαντικός γι’ αυτή.
Αλλά τουλάχιστον άσε τη να σε θυμάται όμορφα.
Σαν μία περασμένη ανάμνηση, που έχει γίνει ασπρόμαυρη πλέον.
Από τα φοιτητικά της χρόνια.
Από κάποιες διακοπές.
Από όταν ήταν νεότερη.
Μην την κάνεις να σε θυμάται σαν κάποιον που την ξεφτίλισε.
Σαν μία φάρα που θα πρέπει να αποφύγει.
Σαν έναν ψεύτη.
Σαν κάποιον που την έκανε να νιώσει ότι απεχθάνεται την ανθρώπινη επαφή.
Σαν κάποιον που είπε πράγματα και την επόμενη μέρα την προσέβαλε με τις πράξεις του.
Σαν κάποιον που της θυμίζει τι είναι πραγματικά οι άνθρωποι.
Όλες είναι γυναίκες.
Από μία επιστήμονα, μέχρι την τελευταία του δρόμου.
Όλες είναι γυναίκες.
Να τις φροντίζεις.
Όλες είναι γυναίκες.
Όχι αντικείμενα.
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ!
–Το i Travel Poetry διοργανώνει τον τον Δεύτερο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας με αιτήσεις έως 15/6.
Βρείτε τον εδώ
-Όλοι οι συμμετέχοντες των διαγωνισμών μας επωφελούνται με έκπτωση 20% σε όλα τα υπάρχοντα, αλλά και μελλοντικά σεμινάρια της Master ART, στα οποία θα βρείτε webinars συγγραφής και όχι μόνο!
Δείτε τα σεμινάρια εδώ, εαν σας ενδιαφέρει η προσφορά επικοινωνήστε μαζί μας.