Τα παιδικά μου χρόνια στάζουν 

θλιμμένα σούρουπα και Καθαρές Δευτέρες.

Μια μισοτελειωμένη εκδρομή, 

που μούσκεψε τα ρούχα μου

απρόσμενη βροχή.

Ένα μονοπάτι κατάφυτο από σπαρμένα όνειρα.

Παντού η γη να μοσχοβολά το νοτισμένο χώμα της.


«Κλείσε τα μάτια», ακούω το γέλιο σου…

Ένα ερωτευμένο αγόρι,

-τόση αφοσίωση σε ένα κρατημένο χέρι-

Δεν σε ξανάδα από τότε…


Το φτερούγισμα των περιστεριών, λίγο πριν να βραδιάσει

και κουρνιάσουν δυο δυο.

Το ασπρόμαυρο τέλος μιας εποχής,

σε ήχο φθαρμένου πιάνου.

Ένα σύννεφο που σου μοιάζει,

μικρό, ασχημάτιστο,

έτοιμο να διαλυθεί μες στην ασάφεια της μνήμης.

-Σε ξέχασα για ένα κόκκινο ποδήλατο-


Ξαφνικά,

χτύπησα το γόνατό μου.

Γελάω, είμαι μεγάλη πια,

αλλά η μπλούζα μου γέμισε δάκρυα…


Τρέχα! Τρέχα!

Μέχρι να γίνεις ξανά παιδί.