«Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» ή πώς ο Ρίλκε μ’ έμαθε να ζηλεύω
«Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν’ αγγίξεις ένα έργο τέχνης: Καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις.»
Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή (1929)
Όταν ο Franz Xaver Kappus, μαθητής στρατιωτικής σχολής, έβαλε σε μερικούς στίχους την αμφιβολία του για την καριέρα που είχε στρωθεί μπροστά του, αποφάσισε να τους μοιραστεί με τον ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε σε ένα γράμμα. Ο ίδιος ο Ρίλκε είχε εγκαταλείψει μια καριέρα στρατιωτική για να αφοσιωθεί στην ποίηση, κι έτσι ο Kappus αναζήτησε στο πρόσωπο του Ποιητή την κατανόηση και την κριτική. Έτσι ξεκίνησε μεταξύ τους μία αλληλογραφία που διήρκεσε πέντε χρόνια (1903-1908). Τα γράμματα που έγραψε ο Ρίλκε στον Kappus, δέκα στο σύνολό τους, περιλαμβάνονται στην έκδοση Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή.
Θαρρώ πως καθένας που κάθεται να γράψει για πρώτη φορά, έχει παρόμοιες σκέψεις κι αμφιβολίες όπως ο Kappus: «Είναι τα κείμενά μου αρκετά καλά; Θα αρέσουν σε κείνον που θα τα διαβάσει; Πώς θα τα κρίνει ο αναγνώστης; Πώς θα τα κρίνουν οι ειδικοί; Μήπως θα γελοιοποιηθώ;».
Ο Ρίλκε απαντάει σ’ αυτά τα ερωτήματα:
«Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμένα. Ρωτήσατε, βέβαια, κι άλλους πριν. Τους στέλνετε στα περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ’ άλλα ποιήματα, αναστατωνόσαστε όταν κάποιοι αρχισυντάκτες σας γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από δω και μπρος (μιας και μου επιτρέψατε να σας δίνω συμβουλές) σας παρακαλώ να τ’ απαρνηθείτε όλ’ αυτά.»
Η συμβουλή του Ρίλκε στον νέο ποιητή είναι να μην γράφει έχοντας το νου του προς τα έξω, μα προς τα μέσα. Να παρακινείται από την απόγνωση, την ανάγκη για λύτρωση, κι όχι από τη φιλοδοξία και τη λαχτάρα για αναγνώριση.
Γιατί, λοιπόν, να γράψεις; Γράφεις γιατί έχεις κάτι να μοιραστείς. Γράφεις γιατί ψάχνεις την αναγνώριση από ένα κοινό. Γράφεις γιατί θέλεις να έχεις ένα κοινό. Θέλεις να σε ξέρουν, θέλεις να σε θαυμάσουν, θέλεις να σε ζηλέψουν. Θέλεις, μ’ άλλα λόγια, να νιώσει κάποιος για σένα όσα έχεις νιώσει κι εσύ για κάποιον άλλον, θαυμασμό και ζήλια. Κι αμέσως μόλις συνειδητοποιήσεις τι θες, νιώθεις τύψεις που το θες, νιώθεις μικρός που ζηλεύεις.
Μα υπάρχει, άραγε, πιο καθαρό γυαλί από τη ζήλια, για να καθρεπτιστείς;
Η ζήλια είναι, ή μάλλον μπορεί να γίνει, από τα πιο πολύτιμα και ειλικρινή συναισθήματα. Γιατί στο πρόσωπο εκείνου που ζηλεύεις, βλέπεις τον εαυτό σου όπως τον έχεις φανταστεί. Βλέπεις τους πόθους σου, απελευθερωμένους από τις προσδοκίες του περίγυρού σου, ανυπόταχτους σε κριτικές και απόψεις.
Ν’ ακούω τη ζήλια μου με προσοχή, αυτό μου έμαθε ο Ρίλκε.
Τα Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή είναι δέκα γράμματα χωρίς παραλήπτη, γιατί παραλήπτης τους μπορεί να ‘ναι καθένας που βρίσκει τη γενναιότητα να βάλει τον εαυτό του σε μια φράση. Ο Ρίλκε ασκεί κριτική στην ίδια την κριτική: Ένα έργο τέχνης δεν μπορεί να εξεταστεί με κριτήρια ουδέτερα και αντικειμενικά, ούτε κι έχει νόημα να προσπαθήσει κανείς να το εξετάσει μ’ αυτόν τον τρόπο.
Το έργο τέχνης, είτε είναι ποίημα, είτε τραγούδι, είτε άναρχο σφύριγμα από έναν περαστικό, παύει να ανήκει στον δημιουργό του τη στιγμή που βγαίνει απ’ το νου του και τρυπώνει σε έναν άλλο νου. Γονιός του είναι ο καλλιτέχνης, κι όχι ιδιοκτήτης. Και σαν γονιός, ο δημιουργός θα πρέπει να τ’ αφήσει να πάρει τον δρόμο του, και να νιώθει περηφάνια αν αυτό που έπλασε καταφέρει να αγαπηθεί στο πέρασμά του απ’ τους ανθρώπους.
Μάνος Κουνενός