Έχουν περάσει δύο περίπου βδομάδες από τότε που τα θερινά σινεμά άνοιξαν και πάλι τις αυλές τους και φυσικά δεν έχασα την ευκαιρία να δω την ταινία που τόσο συζητήθηκε τον τελευταίο καιρό, το πολυβραβευμένο Nomadland (2020).

Η ταινία της Chloé Zhao εστιάζει στη Φερν, μια εξηνταενάχρονη γυναίκα στη Νεβάδα της Αμερικής, η οποία μετά τον θάνατο του αγαπημένου συζύγου της και τη διάλυση της κοινότητας στην οποία έμενε, αποφασίζει να φορτώσει τα απαραίτητα και αγαπημένα πράγματα στο βαν της και να ξεκινήσει μια πορεία στον δρόμο. Εργάζεται περιστασιακά εδώ κι εκεί, μιλάει με τα άτομα που κατά καιρούς τη συντροφεύουν. Και πάντα επιστρέφει στο σπίτι-όχημά της, στον εαυτό της.

Η Φερν (στον ρόλο της η Frances McDormand) μοιάζει μια γυναίκα μοναχική, κλεισμένη στον εαυτό της. Εκπέμπει μια σιγουριά, έναν δυναμισμό, ντυμένο με μια ήρεμη ιδιοσυγκρασία. Το χαμόγελό της, ειλικρινές, μου θύμιζε ενίοτε το χαμόγελο ενός μικρού κοριτσιού. Κάτι ίσως το αμήχανο και πολύ αγνό -καμία σχέση με την παγερή έκφραση της McDormand όπως τη συνήθισα στο Three Billboards Outside Ebbing Missouri-. Ταυτόχρονα απόμακρο και θλιμμένο.

Θα βρίσκεται για κάποια διαστήματα ανάμεσα σε μια κοινότητα νομάδων, οι οποίοι με εμπνευστή τον Bob Wells, έχουν απαρνηθεί τον φθοροποιό συμβατικό τρόπο ζωής που υπαγορεύει ο καπιταλισμός και έχουν πάρει τη ζωή στις ρόδες τους: χωρίς την τυραννία του δολαρίου και το κυνήγι του χρόνου, ζούνε αυτόνομα και συντροφικά. Η Φερν μαζί τους γελάει, ανταλλάσσει αντικείμενα και υπηρεσίες, μαθαίνει πώς να διαχειρίζεται τα περιττώματά της και να συντηρεί το σπίτι της, τραγουδάει γύρω από τη φωτιά. Ακούει τις ιστορίες των ανθρώπων, τα μπλουζ. Και χωρίς να μπορεί να δεθεί συναισθηματικά με κάποιο άλλο πρόσωπο ή μέρος, συνεχίζει πάλι μόνη.


Can you see the blues in my boogie?
Can you see the blood in my beer?
Just hope you laugh at pain
Help me smile away the tears

Next to the Track Blues – Paul Winer

Υπάρχουν φορές που θα φιλοξενηθεί σε φιλικό ή συγγενικό σπίτι, θα ζητήσει μια δανεική βοήθεια. Όμως ποτέ δε θα μπορέσει να μείνει, πρέπει να συνεχίσει να κινείται. Γιατί βρίσκει ανακούφιση στον απέραντο ορίζοντα της ερήμου, στον δρόμο που ξανοίγεται μπροστά της, μπροστά και μέσα στην ομορφιά της αυγής και των βράχων. Η Φερν έχει βρει κάτι πολύτιμο όπως και οι υπόλοιποι νομάδες: αγκαλιάζουν την πλήρωση που βρίσκουν εκεί έξω, σε ένωση με τη φύση -στα τσόφλια που επιπλέουν στο νερό, κάτω από τις φωλιές των χελιδονιών-, ενόσω κουβαλούν το παρελθόν τους και προσπαθούν να διαχειριστούν τον θρήνο για τα πρόσωπα που έπρεπε να αποχωρήσουν, αλλά και για το τέλος του δικού τους ταξιδιού. Μαθαίνουν να αποδέχονται πως η καθεμία και ο καθένας τους κατεβαίνουν σε διαφορετική στάση και πιστεύουν στη μέρα που θα ξανασμίξουν όλες και όλοι μαζί.

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 02anomadland_rec709_100nits_239FF_still_02_20200723_R2-1024x576.jpg

Μια νομαδική πορεία επούλωσης και αναγέννησης λοιπόν. Το ίδιο νομαδικά διαδέχεται η μία σκηνή την άλλη, διάσπαρτες αποτυπώσεις του δυτικού αμερικανικού landscape που μαγεύουν. Ιδιαίτερη αίσθηση κάνει και ο συνδυασμός των country blues με τους μινιμαλιστικούς αλλά ισχυρούς ήχους του Ludovico Einaudi. Αν κάτι μου έκανε πραγματικά ιδιαίτερη εντύπωση αυτό ήταν ο ρόλος που έπαιζε η μουσική στην αφήγηση και την αισθητική. Ένα μελαγχολικό μουσικό θέμα συνοδεύει τη Φερν, σαν να ταυτίζεται με τη δική της οπτική, που δεν υποχωρεί όσο αφουγκράζεται τα τραγούδια των υπόλοιπων ανθρώπων – οι προσωπικές τους ιστορίες, οι δεσμοί τους, τα θέλω τους, ο πόνος τους. Η Φερν παρατηρεί αποστασιοποιημένη, χαμένη στα δικά της αισθήματα.

Τελικά τι είναι το σπίτι; Είναι μια τούβλινη ιδιοκτησία που θα πρέπει να χρεωθείς την ίδια σου τη ζωή για να ξεπληρώσεις, «ή είναι κάτι που κουβαλάς μέσα σου;» Το παρακάτω κομμάτι του Einaudi δεν μπορούσα παρά να το πάρω μαζί μου με τη λήξη της προβολής και το κουβαλάω ακόμα, λίγες μέρες μετά. Ήταν σίγουρα μια αισθαντική επιστροφή στους χώρους του σινεμά, μετά από αρκετό καιρό.

Golden Butterflies (Day 1) του Ludovico Einaudi

Αγαθή Νικολαΐδου