Πάμε, λοιπόν, εσύ κι εγώ,
από τον δρόμο, ίσως, τον πιο κοντινό,
σ’ έναν γεμάτο με μήλα Παράδεισο.
Πάμε να φάμε τους καρπούς,
τους κόκκινους ή και τους πράσινους,
που όλοι του κόσμου οι Θεοί μας έχουν απαγορεύσει.
Πάμε περνώντας την Συγγρού,
όπου εδρεύει το μεγάλο του κόσμου μανάβικο.
Εκεί, ζητώντας το μήλο του Νεύτωνα,
θα διατυπώσουμε πάλι τον νόμο της έλξης,
ώσπου να μπουν τα σώματά μας σε τροχιά
γύρω απ’ τον ήλιο και να καμπυλωθούν.
Έπειτα ας μείνουμε εκεί γυμνοί,
στην άκρη ακριβώς του διαστήματος,
δαγκώνοντας μες απ’ το στόμα του άλλου
το μήλο που μόλις μαζί κλέψαμε.
Να κρατηθούμε απ’ το χέρι σφιχτά σ’ αυτή
την πρώτη τ’ ανθρώπου μεγάλη πτώση.
Το φίδι να βρει την φωνή του ξανά,
κι εμείς να έχουμε μόλις στον πλάστη προσδώσει
την έννοια του ασήμαντου και του μικροπρεπούς.