Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου άρχισε να ασχολείται με την ποίηση, φοίτησε στην Νομική σχολή Αθηνών, υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.

«Σαράντα χρόνια φιλίας ακατάλυτης μ’ έσμιγε με το Σικελιανό, ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσα ν’ αναπνέω, να μιλώ, να γελώ και να σωπαίνω μαζί του. Τώρα για μένα η Ελλάδα άδειασε», έγραψε ο Καζαντζάκης στον Börje Knös για τον θάνατο του Άγγελου Σικελιανού. Ο Σικελιανός έφυγε από τη ζωή στις 19 Ιουνίου το 1951 και εμείς θυμόμαστε τον ποιητή μέσα από 4 έργα του.

Γιατί βαθιά μου δόξασα

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…

Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!…

Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…»
μα «αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
νά που ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…

από τον Λυρικό Bίο, B΄, Ίκαρος 1966

Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο

Μαθητή του Βούδα

Aνεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Aτζεσιβάνο. K’ ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
Kι όπως κυλά, από τ’ άδυτα του αδύτου
των ουρανών, μες στη νυχτιά έν’ αστέρι,
ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απ’ τα στήθη πέταξε η πνοή του.

Xαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!

από τον Λυρικό Βίο, E΄, Ίκαρος 1968

Αναδυομένη

Στο ρόδινα μακάριο φως, νά με, ανεβαίνω της αυγής,

με σηκωμένα χέρια,

η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου, έτσι για να βγωπρος τα γαλάζια αιθέρια…

Μα ω οι άξαφνες πνοές της γης, που μες στα στήθια μου χιμάν

κι ακέρια με κλονίζουν!

Ω Δία, το πέλαγο είν’ βαρύ, και τα λυτά μου τα μαλλιά

σα πέτρες με βυθίζουν!

Αύρες τρεχάτε· ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη· ελάτε, πιάστε μουτα χέρια απ’ τη μασκάλη.

Δεν πρόσμενα έτσι μονομιάς, παραδομένη να βρεθώ

μες στου Ήλιου την αγκάλη…

Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμ. Β΄, φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1981, σ. 109.

Πνευματικό εμβατήριο (Απόσπασμα)

Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα·

ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,

κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος·

σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.

Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!

Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του

ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!
Ομπρός, οι δημιουργοί!… Την αχθοφόρα ορμή Σας

στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!

Βοηθάτε με κι εμένανε, αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα…Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα,

τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!… […]