Φωτογραφία: George Komvokis

Για τους μπαμπάδες, εδώ και στ’ αστέρια

Η συνάντηση

Καθισμένη στην αγαπημένη της μαύρη πολυθρόνα, σκεφτόταν την επικείμενη συνάντηση με τον άγνωστο που ανέλαβε ένα περίεργο καθήκον. Αναρωτιόταν, τι μπορεί να είναι αυτό το τόσο σημαντικό που ήθελε να της δώσει, καθώς περιφερόταν νευρικά πλέον, στο μεγάλο σαλόνι του σπιτιού της. Τα βήματά της πλήγωναν το ξύλινο πάτωμα που αντιστεκόταν τρίζοντας. Το σπίτι που της άφησε κληρονομιά ο πατέρας της, δεν ήταν του γούστου της όμως δεν έπαυε να είναι δικό της και να μπορεί να το ανακαινίσει όποτε το αποφάσιζε.

Η μπορντό ταπετσαρία στους τοίχους με τις χρυσές μπορντούρες, τα έργα τέχνης, οι βιβλιοθήκες με τα αμέτρητα βιβλία, οι περίτεχνοι πολυέλαιοι, τα σκούρα έπιπλα με τη μπαρόκ αισθητική, όλα θύμιζαν μια άλλη εποχή που ξεθώριασε ο χρόνος. Με μια ασυναίσθητη κίνηση, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα. Οι συνομιλίες της άνοιξης  και  η Ella Fitzgerald με το ‘’Summertime’’, εφόρμησαν στο χώρο της. Η πόλη ήταν υπέροχη αυτή την εποχή και οι ήχοι της ήταν σαν να της έστελναν ανοιχτή πρόσκληση. Κοίταξε το μπρούτζινο επιτοίχιο ρολόι. Είχε σουρουπώσει και έπρεπε να ετοιμαστεί.

Φόρεσε το λιτό μαύρο φόρεμά της και το κόκκινο, σχεδόν μπλε, κραγιόν της που τόνιζε τη λευκή επιδερμίδα και τα γαλάζια μάτια της. Έβαλε τις μαύρες μπαλαρίνες και πήρε μαζί της μία εσάρπα για την ψυχρούλα. Ο μαύρος γάτος της, που έμοιαζε με σκιά στο σκούρο φόντο, στάθηκε στην πόρτα. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, ενώ το δικό του καθρέφτιζε εκείνο τον ακαταμάχητο συνδυασμό παράνοιας και αδιαφορίας. Του χάρισε ένα τρυφερό χάδι σαν να προσπαθούσε να τον διαβεβαιώσει πως όλα θα πάνε καλά.   Έκλεισε στη χούφτα της την αίσθηση από το μεταξένιο του τρίχωμα και το ζεστό του σώμα, κοίταξε την πολυθρόνα με το ιταλικό δέρμα, και έκλεισε την πόρτα. 

Το παλιό ασανσέρ με τις σιδερένιες σαν φυλακής πόρτες, έκανε θόρυβο και σε κάθε του απότομο σταμάτημα, αναπηδούσε. Παρόλο που είχε μετακομίσει πρόσφατα στο κτίριο, το είχε αγαπήσει. Οι επιβλητικές μαρμάρινες σκάλες, οι παχιές μοκέτες, οι απλίκες, δημιουργούσαν την αίσθηση παλιού αριστοκρατικού ξενοδοχείου. Παρόλο που η ίδια ήταν λάτρης του μινιμαλισμού, τη γοήτευε η δυναμική αυτού του κτιρίου. Εξάλλου, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανάμνηση του πατέρα της. 

Βγαίνοντας στο δρόμο στάθηκε λίγο περιμένοντας ταξί. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, πέρασε από δίπλα της μονολογώντας, ένας άντρας ανατριχιαστικός στην όψη, μάλλον επαίτης. ‘’Στο όνειρό μου εξαγόρασα την ψευδαίσθηση της επιλογής’’, τον άκουσε να λέει πριν χαθεί μέσα στο πλήθος. Μπήκε σε ένα ταξί ανακουφισμένη, και στη διαδρομή άφησε στην άκρη τον προβληματισμό της και αρκέστηκε στο θαυμασμό της πολύβουης πόλης. Είχε πολλή κίνηση στους δρόμους, οι βιτρίνες των πολυτελών καταστημάτων συναγωνίζονταν σε ευρηματικότητα και οι άνθρωποι ρουφούσαν τη ζωή προσπαθώντας να ξεγελάσουν τη φθαρτότητά τους. Της άρεσε να μαντεύει αν είναι ευτυχισμένοι ή αν ισορροπούν στην κόψη.

Το σημείο συνάντησης, ήταν ένα μπαράκι μυστηριώδες και σκοτεινό, από εκείνα που κάποτε εισακούγονται και πραγματοποιούνται οι ευχές. Κατέβηκε μερικά σκαλιά και μπήκε μέσα. Εκείνος την περίμενε ήδη. Παρόλο που δεν τον είχε συναντήσει ποτέ ξανά, τον αναγνώρισε. ‘’Λοιπόν, τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό που έχεις για εμένα;’’

Το σπίτι

Ο φάκελος που της παρέδωσε ο απεσταλμένος του πατέρα της, είχε μέσα ένα ολιγόλογο σημείωμα και τη φωτογραφία ενός σπιτιού. Η έκπληξή της ήταν μεγάλη, καθότι ως εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζε τίποτα για την ύπαρξη αυτού του σπιτιού, ούτε θυμόταν καμία σχετική αναφορά από εκείνον. Είχε μάθει όμως να αντιμετωπίζει με απόλυτο ορθολογισμό και ψυχραιμία όσα της έφερνε η ζωή. Οι κινήσεις της ήταν πάντα μετρημένες, κρατούσε υπολογισμένη απόσταση από όλους και φαινόταν αλύγιστη – σχεδόν κυνική όπως της έλεγαν καμιά φορά οι λίγοι φίλοι της– σε αντίθεση με την εύθραυστη εικόνα της.

Ακολουθώντας τις οδηγίες του σημειώματος, σύντομα πήρε το καράβι για να επισκεφθεί το νησί που βρισκόταν το σπίτι. Η γειτόνισσα και φίλη του πατέρα της, την περίμενε. Άνοιξε την καγκελόπορτα και την υποδέχτηκε εγκάρδια μα με θλιμμένο βλέμμα. Ήταν απεριποίητη με γκρίζα φουντωτά μαλλιά και φορούσε ρούχα αταίριαστα μεταξύ τους. Είχε κάτι το περίεργα οικείο. Για μια στιγμή, στις γραμμές του προσώπου της, διέκρινε το χάρτη του κόσμου. Οδηγώντας τη μέσα από τον χορταριασμένο κήπο, ξεκλείδωσε την πόρτα του παλιού αγροτόσπιτου, άφησε τα κλειδιά και έφυγε ήσυχα, αφήνοντάς τη μόνη.

Η εγκαταλελειμμένη εικόνα του και η μυρωδιά της μούχλας, μαρτυρούσαν ότι ο ιδιόκτητης του έφυγε πριν καιρό. Το τζάκι ήταν φορτωμένο με μικροαντικείμενα, κάποια από τα οποία ήταν πεσμένα. Οι ντουλάπες ήταν ανοιχτές και γεμάτες με ρούχα που δεν τον είχε δει ποτέ να φοράει. Τα ξύλινα ντουλάπια της κουζίνας ήταν όλα ανοιχτά και πολλά από τα σκεύη, ήταν σκόρπια επάνω στους πάγκους. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο του ακατάστατου σαλονιού. Ένα παλιό κυκλαδίτικο παράθυρο με μπλε ξεφτισμένα παντζούρια. Η ρωγμή στο τζάμι έμοιαζε με τη ρωγμή της ψυχής της. Το άνοιξε, προσκαλώντας σιωπηλά τον θαλασσινό άνεμο, να εξαγνίσει την αύρα του σπιτιού. Ξάπλωσε στο σκονισμένο κρεβάτι και ακούμπησε στο κομοδίνο το ρολόι της, δίπλα ακριβώς από το δικό του. Το ρολόι του λειτουργούσε κανονικά, παρόλη την απουσία του.

Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό το σπίτι χρησίμευε ως ησυχαστήριο για εκείνον ή ως καταφύγιο μιας παράλληλης, μυστικής ζωής. Τα αντικείμενα και η επίπλωση, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα με το σπίτι που της είχε αφήσει πίσω στην πόλη. Σαν να είχε δύο μπαμπάδες ή σαν ο μπαμπάς της να είχε διπλή προσωπικότητα. Αυτές οι σκέψεις τη βύθισαν σ’ έναν στενάχωρο ύπνο.

Όταν ξύπνησε, αποφάσισε να μείνει λίγες μέρες στο σπίτι. Πήγε ψώνισε τα απαραίτητα, το καθάρισε, τακτοποίησε σε απόλυτη συμμετρία όλα τα πράγματα που ως τώρα ήταν σε αχρηστία. Κρέμασε τα λιγοστά ρούχα που είχε φέρει μαζί της, δίπλα στα δικά του. Ένιωθε σαν να έμεναν πάλι μαζί ή ίσως αυτή τη φορά συγκατοικούσε με κάποιον άγνωστο, τις συνήθειες του οποίου προσπαθούσε να διαβάσει πίσω από την εγκατάλειψη.

Δεν είχε θρηνήσει ποτέ  την απουσία του. Την είχε αποδεχτεί με τη χαρακτηριστική της ψυχραιμία, σαν κάτι απόλυτα φυσιολογικό, που αργά ή γρήγορα θα συμβεί σε όλους. Για κάποιο λόγο όμως αυτό το σπίτι την έκανε να νιώθει πρωτόγνωρα συναισθήματα. Για πρώτη φορά, στο μυαλό της φάνταζε τόσο γήινος και ανθρώπινος, τόσο παρών και ταυτόχρονα τόσο απών, όσο ποτέ πριν. Θυμήθηκε τις λιγοστές, μα ουσιαστικές συζητήσεις τους, τα βράδια που επέστρεφε εξουθενωμένος από τα χειρουργεία. Αναπόλησε τις βόλτες τους στη θάλασσα και το θυμό της κάθε φορά που λέρωνε το φόρεμά της με παγωτό. Σκέφτηκε την αγαπημένη του δερμάτινη πολυθρόνα και το γάτο που της χάρισε, οι τελευταίες ματιές που έριχνε πάντα, πριν να φύγει από το σπίτι της. Θυμήθηκε ακόμα όλες τις φορές που εκείνος έλειπε σε επαγγελματικά ταξίδια. Από τη μητέρα της δεν είχε καμία ανάμνηση. Την έχασε πολύ μικρή και έτσι έμειναν οι δυο τους.

Το βράδυ ο δυνατός άνεμος  χτυπούσε με μανία τα ξεχαρβαλωμένα παντζούρια, ενώ κάτι σκυλιά αλυχτούσαν από το διπλανό αγρόκτημα. Η βουή του ανέμου ήταν τόσο απόκοσμη που έμοιαζε σαν να στροβίλιζε το σπίτι στη δίνη του. Για μια στιγμή, άνοιξε τα μάτια της και, στο λιγοστό φως που πρόσφερε η διάθλαση του φεγγαριού στη τζαμένια πόρτα, της φάνηκε πως όλα τα ντουλάπια ήταν ανοιχτά και όλα τα πράγματα ήταν πάλι ακατάστατα, όπως ακριβώς τα είχε βρει το πρωί που πρωτοήρθε στο σπίτι. Έμεινε μαρμαρωμένη προσπαθώντας να καταλάβει αν όλα αυτά ήταν όνειρο ή αν συνέβαιναν στ’ αλήθεια.

Οι μέρες περνούσαν με την ίδια ανησυχία. Όταν ξυπνούσε το πρωί, όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα ενώ κάθε βράδυ άνοιγε τα μάτια της την ίδια ώρα, και έβλεπε όλα τα πράγματα ανακατεμένα και τις πόρτες των ντουλαπιών ανοιχτές. Της άρεσε να κάθεται στο σκοτάδι, όμως αυτό το σκοτάδι της φαινόταν διαφορετικό. Ήταν η συνειδητοποίηση ότι το σπίτι ήταν στοιχειωμένο από την απουσία του και από το μυστικό του. Ίσως επειδή σε αυτό το σπίτι εκείνος υπήρξε πραγματικά. Διαπίστωσε τρομαγμένη ότι και η ίδια δεν ήταν άτρωτη τελικά, όπως πίστευε ως τότε. Τα άψυχα αντικείμενα που φρόντιζε ευλαβικά, της φαίνονταν απειλητικά. ‘’Τα άψυχα μπορούν να γίνουν σπουδαία αν τ’ αγαπήσεις’’, σκέφτηκε. Ήξερε τι πρέπει να κάνει για να συμφιλιωθεί μαζί τους.

Το επόμενο πρωί, αφού διαπίστωσε πως όλα είναι ξανά στη θέση τους, θέλησε να ψάξει να βρει απαντήσεις. Είχε αποφασίσει τη σύναψη ειρήνης με τη συναισθηματική πλευρά του εαυτού της καθώς και με τον ασυνήθιστο τρόπο που ο πατέρας της είχε επιλέξει να της επικοινωνήσει κάτι σημαντικό. Ξεκίνησε να ψάχνει σε κάθε γωνιά του σπιτιού, ώσπου παρατήρησε ότι το ρολόι του επάνω στο κομοδίνο, είχε σταματήσει να δουλεύει, ακριβώς στην ώρα που εκείνη πεταγόταν κάθε βράδυ από τον ύπνο της. Τότε μόνο, άνοιξε το συρτάρι και βρήκε το τελευταίο γράμμα που της είχε αφήσει.

‘’Έρη, αεράκι μου, ο χρόνος είναι το πολυτιμότερο δώρο που έχουμε, γι’ αυτό φρόντισε να διαχειριστείς σοφά τον δικό σου. Συγχώρεσέ με που πέρασα τα όρια της υπομονής σου, είμαι σίγουρος όμως πως τώρα είσαι έτοιμη’’.

Μέσα στον φάκελο, βρήκε τη φωτογραφία του πατέρα της με μια άγνωστη γυναίκα και έναν νεαρό που είχε ξαναδεί. Ο άντρας που της είχε δώσει τον αρχικό φάκελο, και του οποίου η ταυτότητα παρέμενε μυστική ως τώρα, ήταν αδελφός της. Λίγες μέρες αργότερα, αφού βεβαιώθηκε ότι στερέωσε καλά την ταμπέλα ‘’ΠΩΛΕΙΤΑΙ’’ στην είσοδο του αγροκτήματος, αποχαιρέτισε την καλόκαρδη γειτόνισσα.

‘’Στο όνειρό μου εξαγόρασα την ψευδαίσθηση της επιλογής’’ σκέφθηκε, καθώς έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής. Η εκεχειρία, είχε τελειώσει.

Βίκυ Μενεγάκη