Είναι ιδιαίτερη χαρά μας να σας παρουσιάζουμε τους καρπούς του Master class συγγραφής με τον Κώστα Κρομμύδα, που δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από όμορφες ιστορίες!

Συγκεκριμένα στο πλαίσιο του μαθήματος οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναπτύξουν ελεύθερα μία μικρή ιστορία που να τελειώνει με την αινιγματική φράση: “Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο”. Στην πορεία, μετά τις συνεδρίες με τον συγγραφέα, οι ιστορίες αυτές εμπλουτίστηκαν και θα μπορείτε να τις βρείτε στην κατηγορία “Λογοτεχνία” του itravelpoetry.com.

Οι εγγραφές στο Master Class συνεχίζονται!

Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Παρακάτω η ιστορία της Έλενας Δεκάζου:

Είχε μια απόκοσμη όψη, το σπίτι που έμοιαζε σα γυάλινος πύργος κρυμμένος στη σκιά των βράχων.

Στο κέντρο του κτίσματος, μέσα από τα σκούρα τζάμια, δέσποζε ένα κατάλευκο σαλόνι με μοναδική αντίθεση, μια κόκκινη, ψηλή πολυθρόνα. Μια παράξενη ένοικος καθόταν εκεί με το όνομα Νεβέα. Κάποιος ψαράς που βρέθηκε στη παραλία με τη βάρκα του προσπαθώντας να βρει καταφύγιο από τη θύελλα που λυσσομανούσε στα ανοιχτά, την είδε να στέκει στη τζαμαρία με το βλέμμα καρφωμένο στη θάλασσα και φοβήθηκε τόσο, ο κακόμοιρος, που μπήκε πάλι στη βάρκα αναζητώντας γιαλό – γιαλό το επόμενο, απάνεμο σημείο. Αργότερα στη μπυραρία του λιμανιού, δυο κόλπους παραπέρα, διηγήθηκε τρομαγμένος για τα κόκκινα μαλλιά της που άγγιζαν το πάτωμα, και το σκαμμένο δέρμα της με τις μπλε φλέβες. Κι ήταν η τρεμάμενη φωνή και τα ορθάνοιχτα μάτια του που γέμισαν τις καρδιές των ανθρώπων με φόβο και σταμάτησαν να πηγαίνουν εκεί, ώσπου το μέρος στοίχειωσε και σιώπησε στο χρόνο.

Και οι άνθρωποι σταυροκοπιούνταν, όταν διηγούνταν την ιστορία.

Τη νύχτα που γιόρταζαν τη μεγάλη πανσέληνο και ούρλιαζαν σκυλιά και άνθρωποι, ακούστηκε το βουητό της θάλασσας. Εκείνη έτρεξε έξω κι αφουγκράστηκε τις σκιές της νύχτας με το βλέμμα καρφωμένο στα σκοτεινά νερά. Ήξερε ότι ο θάνατος παραμόνευε μέσα τους.

Πίσω της οσμίστηκε κάτι γνώριμο, μπροστά της η θάλασσα συρρικνώθηκε στα πόδια της. Γύρισε απότομα αντικρίζοντας το πρόσωπο του θανάτου.

«Με θυμάσαι»;

Η άγρια χροιά της φωνής του, κάτι ζεστό και κολλώδες που κύλησε πάνω της και ο πόνος αντάμα του, ζωντάνεψε τη μνήμη της.

Ήταν το 1665, τη χρονιά του Μαύρου θανάτου. Η Νεβέα τριγυρνούσε στο δάσος έξω από το Σαλισμπέρι, νεογέννητο, τότε, βαμπίρ ψάχνοντας να χορτάσει τη δίψα της. Οσμίστηκε αίμα και όρμησε, χωρίς σκέψη. Ένα ζευγάρι είχε σταματήσει να ξαποστάσει. Είχε φύγει από την πόλη για να γλυτώσει από την πανούκλα. Ξέσκισε τη γυναίκα και το αίμα της που ανάβλυζε ζεστό αναζωογόνησε τη Νεβέα. Ο άντρας όρμηξε καταπάνω της, τα δόντια της όμως ήταν ήδη στο λαιμό του. Έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε στα πόδια της. Έσκυψε επάνω του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του της θύμισαν κάτι ξεχασμένο, αγνό και όμορφο. Έφυγε σαν κυνηγημένη. Τους αιώνες που ακολούθησαν, εκείνος την αναζητούσε και το μίσος για τη χαμένη αγάπη του, μύριζε εκδίκηση. Εκείνη κρυβόταν πεισματικά. Τον είχε ερωτευτεί.

Τώρα, είχε έρθει η λύτρωση.

Μια τρύπα έχασκε στην καρδιά και η σάρκα της έλιωνε.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο.

Συντονιστείτε με την Έλενα Δεκάζου στο Facebook

Βρείτε εδώ το νέο βιβλίο της Έλενας Δεκάζου “Η ιέρεια”