ΜΗΛΑ

Σκηνοθεσία: Χρήστος Νίκου | Πρωταγωνιστούν: Άρης Σερβετάλης, Σοφία Γεωργοβασίλη, Άννα Καλαϊτζίδου, Αργύρης Μπακιρτζής, Κώστας Λάσκος.

Ελλάδα, Πολωνία, Σλοβενία | 2020 | Διάρκεια: 91΄ | Διανομή: FEELGOOD ENT

Υπάρχουν στιγμές όπου ο πόνος που βιώνουμε είναι τόσο δυσβάσταχτος που μας κάνει να θέλουμε να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε. Επιθυμούμε να σβήσουμε όλη τη προηγούμενη ζωή μας και να αρχίσουμε ξανά από την αρχή, δίχως αναμνήσεις, ταυτότητα ή προορισμό. Μόνη μας επιλογή μοιάζει να αφήσουμε αυτό που μας πόνεσε, να χαθεί στη λήθη και παραδιδόμαστε να καθοδηγηθούμε από τους άλλους σε μία προσπάθεια μας να μην χρησιμοποιούμε -πια- ούτε το μυαλό μα, ούτε και τη καρδιά μας.

Στην ταινία «Μήλα» θα ακολουθήσουμε τη πορεία ενός «Αγνώστων Στοιχείων» ατόμου. Ο ήρωας μας,  ξυπνάει μέσα σε ένα αστικό λεωφορείο, δίχως να γνωρίζει ποιος είναι, που πηγαίνει, αν έχει οικογένεια ή φίλους. Μόνη λύση που απομένει είναι να πάει στο νοσοκομείο, στην ειδική πτέρυγα αποκατάστασης μνήμης όπως και πολλοί άλλοι συνάνθρωποι του -άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών- αφού η αμνησία έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας.

Οι μέρες κυλάνε και κανένας δεν μπαίνει στη διαδικασία να τον αναζητήσει. Κανένας δεν καταφτάνει εκεί, να του υπενθυμίσει το όνομα του. Ο ίδιος δε φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα που κανέναν δικό του άνθρωπο δε φαίνεται να έχει. Ίσως να έχουν ξεχάσει κι εκείνοι -του λένε για να τον καθησυχάσουν. Αποφασίζεται, λοιπόν, από κοινού με τους ιατρούς του, να ενταχθεί στο πρόγραμμα «Νέα Ταυτότητα» και να μεταφερθεί σε ένα νέο σπίτι προκειμένου να αρχίσει ξανά τη ζωή του από το μηδέν.

Καθημερινά, του δίνεται μαγνητοφωνημένη μία αποστολή την οποία καλείται να εκτελέσει για να μπορέσει να ενταχθεί ξανά στον κοινωνικό ιστό. Μία βόλτα με ποδήλατο, ένα one night stand, μία ταινία στο σινεμά -όλα εκείνα που μας καθιστούν κοινωνικά όντα. Ως αποδεικτικό στοιχείο του ζητείται να τραβάει μία φωτογραφία Polaroid, την οποία τοποθετεί πάντοτε προσεκτικά μέσα στο άλμπουμ των νέων του αναμνήσεων. Οι φωτογραφίες φαίνονται να είναι σημαντικές για να θυμάται ακόμη κι όταν όλες οι αναμνήσεις -στιγμών περασμένων- θα έχουν ξεθωριάσει.

Σε αυτό το σημείο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιλογές της ενδυματολόγου, Δήμητρας Λιάκουρα. Αρχικά, ο πρωταγωνιστής μας, εμφανίζεται με τα ρούχα του, τα οποία φαίνεται να του ταιριάζουν γάντι. Κομψός και με συγκροτημένο ντύσιμο, μοιάζει με άτομο του οποίου η ζωή είναι τακτοποιημένη. Έπειτα, τα ρούχα που βρίσκει μέσα στη νέα ντουλάπα του είναι στενά και κοντά. Η επιλογή των ρούχων λειτουργεί άψογα συνειρμικά για να τονίσει πώς κάτι στη νέα του ζωή δεν του ταιριάζει. Σαν να μην ανήκει μέσα σε αυτόν τον κόσμο που τοποθετήθηκε, σαν τον κοντό παντελόνι του να κραυγάζει ότι η ζωή που του δόθηκε ανήκει σε κάποιον άλλο και όχι στον ίδιο ενώ εύλογος θα ήταν και ένας παραλληλισμός με τον ψυχικό του κόσμο αφού οι αναμνήσεις που με τόσο κόπο προσπαθεί να καταστρέφει φαίνεται να παίρνουν μορφή απωθήσεων -πρακτική συχνή όταν αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις- και να τον πνίγουν.

Σύντομα, όμως, κάθε προσπάθεια του να θάψει βαθιά μέσα του τις πληγές τις προηγούμενης ζωής του, πέφτει με πάταγο στο κενό. Ο εκκωφαντικός ήχος μίας ζωής που χάθηκε αντιλαλεί εντός του. Ώσπου, μέσα σε μία στιγμή, τόσο ξαφνικά όσο άρχισαν όλα, ο ήρωας αποφασίζει να περπατήσει ξανά μέσα στα παπούτσια του επιστρέφοντας εκεί όπου άρχισαν όλα. Η αφήγηση της ιστορίας τελειώνει στο μέρος όπου ξεκίνησε, σαν όλη η υπόλοιπη ταινία να ήταν σαν ένας κύκλος που ο πρωταγωνιστής έκανε γύρω από τον εαυτό του. Επιστρέφοντας, ο εσωτερικός χώρος του σπιτιού φαίνεται να λειτουργεί συνδετικά με τον εσωτερικό του κόσμο. Αφότου συμμαζεύει το χάος που επικρατεί γύρω του, αποφασίζει να τοποθετήσει τα ρούχα της αγαπημένης του μέσα στη ντουλάπα  -μία κρεμάστρα με ρούχα κι ένα ζευγάρι παπούτσια της που βρίσκονταν στο πάτωμα.  Ο ήρωας αρχίζει -ξανά- να τρώει μήλα, τα οποία βοηθάνε στη διατήρηση της μνήμης.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος Χρήστος Νίκου, δημιουργεί μία ταινία δυστοπική, δραματική δίχως, όμως, να απουσιάζουν και οι μικρές δόσεις γέλιου. Η σκηνή όπου ο Άρης Σερβετάλης εμφανίζεται ντυμένος αστροναύτης ίσως να είναι από τις καλύτερες που έχω δει στον Ελληνικό Κινηματογράφο. Σε ταξιδεύει -με τρόπο απρόσμενο- από το εσωτερικό ενός στενού δωματίου σε μέρη πέρα των ορίων της φαντασίας. Αδιαμφισβήτητα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, η ερμηνεία του Σερβετάλη, είναι καθηλωτική. Καθώς η ταινία κυλάει, ο ίδιος μοιάζει να είναι παρών μονάχα σωματικά. Καμία σκέψη, κανένα συναίσθημα δεν φανερώνει. Κινείται στους χώρους σαν φάντασμα, με τους ώμους συνήθως κυρτούς ίσα για να φέρει εις πέρας τις αποστολές που του δόθηκαν.

Μέσω αντιθέσεων, συμβολισμών και αναλογιών ο Χρήστος Νίκου δημιουργεί μία ταινία η οποία θα σας συνεπάρει. Οι περίεργες γωνίες λήψης που χρησιμοποιεί μετατρέπουν την Αθήνα σε ένα περιβάλλον δυστοπικό. Οι λιτοί διάλογοι χαρίζουν στην ταινία κίνηση ενώ μέσω της φωτογραφίας του Bartosz Swiniarski μεταφερόμαστε σε ένα κόσμο εξωπραγματικό, ο οποίος συχνά εναλλάσσεται με τον ρεαλιστικό χαρίζοντας στη ταινία μία απόκοσμη διάσταση.

Συντάκτρια: Κωνσταντίνα Χνάρη