~ Το τελευταίο αντίο ~

Τελευταίες στο πλοίο… άλλο ένα υπερατλαντικό ταξίδι τελειώνει. Χαραγμένες στην μνήμη μας οι νυχτερινές περιπολίες, ο φόβος για το ξημέρωμα. Όνειρα και ελπίδες. Αναμνήσεις, χιλιάδες αναμνήσεις αυτού του πανέμορφου ταξιδιού ζωής… Το  πλοίο, οι χώροι του, οι άνθρωποι του, πήραν μια μαγική μορφή. Η μυρουδιά του βρεγμένου ξύλινου πατώματος στο κατάστρωμα τις βροχερές μέρες και η μυρουδιά του μαγειρίου, μεθυστική. Θυμάμαι τα βράδια του χειμώνα δίπλα στον ξυλόφουρνο, που μαζευόμασταν για ζεστασία. Τα μεσημέρια, που κλέβαμε  το φαΪ  του Γιώργου και τρέχαμε στο κατάστρωμα να κρυφτούμε για να μην μας πάρει ο διάλος… Πειραχτήρια που ήμασταν. Αμέτρητες οι στιγμές μαζί τους. Νόμιζα ότι δεν θα τελειώσουν ποτέ. Να, που όμως τελειώνουν. Τελευταία φορά, η αδρεναλίνη θα κυλήσει στο αίμα μου, θα νιώσω τον παλμό μου να χτυπάει έντονα και θα αισθανθώ τόσο ζωντανός όσο ποτέ δεν έχω υπάρξει.

Μόλις θα κατέβω στην αποβάθρα δεν θα ξανανταμώσω τους ανθρώπους μου, το πλοίο μου. Και ύστερα εκείνοι θα συνεχίσουν… χωρίς εμένα. Τι είναι αυτό που αισθάνομαι ; λύπη, ζήλεια ;  Ουδείς ξέρει… ούτε καν εγώ.

Ήμουν απορροφημένος στις σκέψεις μου για πολύ ώρα. Κοίταξα το ρολόι μου.  Μεσάνυχτα.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και ανέβηκα γρήγορα στο κατάστρωμα. Είχε έρθει η ώρα για την ομιλία του καπετάνιου. Μας παίνευε για την εξαιρετική μας δουλειά, την αφοσίωση μας, το θάρρος μας. Μας παίνευε που στις δύσκολες στιγμές μέναμε ψύχραιμοι. Με ραγισμένη φωνή ο καπετάνιος, μας ευχαρίστησε  που υπήρξαμε το πλήρωμα του.

Είχαν μουδιάσει τα άκρα μου. Δεν ήξερα αν ήταν ο παγέτος, η λύπη ή ο σπαραγμός της ψυχής μου. Μέσα μου επικρατούσε τρικυμία. Δεν θέλω να φύγω… Αυτοί οι άνθρωποι είναι η μόνη οικογένεια που έχω. Μετά τον θάνατο της γυναίκας μου, της Έλενορ, 10 χρόνια πριν, αυτοί οι άνθρωποι, ήταν το μονδικό στήριγμα που είχα… Ήταν μία παρηγόρια, μια αίσθηση ασφάλειας, που είχα να νιώσω καιρό… Δάκρυα γέμισαν τα  μάτια μου, αλλά κρατήθηκα. Έσκυψα το κεφάλι μου. Αδιανόητο για μένα να ξυπνάω δίχως σκοπό, δίχως προκλήσεις, δίχως το μπλε της θάλασσας, τους ναύτες. Μόλις ξημερώσει θα είμαι συνταξιούχος, θα τους αποχαιρετήσω και θα είμαι ανυπεράσπιστος μες το χάος της μοναξιάς. Ήδη τα νοσταλγούσα όλα. Η ομιλία του τελείωσε και αποχαιρέτησε όσους θα έφευγαν. Η καρδιά μου σφίχτηκε.

Ένα χέρι ένιωσα στον ώμο μου. Σήκωσα το κεφάλι μου   και σκουπίζοντας τα δάκρυα μου, είδα τους καλούς μου φίλους. Είχαμε καταλάβει πως το ταξίδι μας θα τελείωνε με το πρώτο φως του ήλιου. Το μόνο που λαχταρούσα ήταν να περάσω το βράδυ μαζί τους. Και έτσι έγινε.  Μιλούσαμε με τις ώρες, τραγουδούσαμε ναυτικούς σκοπούς και προσπαθούσαμε να διώξουμε  την πίκρα του αποχωρισμού με αστεία, που με πλήρη αποτυχία καταφέραμε. Κάποια στιγμή δεν αντέξαμε άλλο τον παγετό και φύγαμε. Κουρασμένοι σαν ήταν από την όλη μέρα, τους άφησα στις καμπίνες τους να κοιμηθούν. Όμως εγώ δεν είχα ύπνο. Περιγιήθηκα στο πλοίο όπως την πρώτη φορά που πάτησα με φόβο το πόδι μου. Όλοι είχαν πέσει για ύπνο και ήμουν ο μόνος που έκοβε βόλτες. Έβλεπα τους χώρους ξανά και ξανά. Δεν τους χόρταινα. Ξαφνικά ένιωσα δύσπνοια, μια αδυναμία. Ήξερα, ότι έπρεπε να φύγω από εκεί. 

Κίνησα  στο κατάστρωμα του καραβιού. Εισέπνευσα τον καθαρό αέρα και αμέσως ένιωσα καλύτερα. Ένιωσα ανακούφιση. Πάντα εδώ έβρισκα τη γαλήνη μου. Συντροφιά με τα κύματα, τον αγέρα και το ιώδιο της θάλασσας. Ήταν το φάρμακο μου. Μερικές φορές μόνο αυτό χρειαζόμουν. Κατευθύνθηκα προς την πλώρη του πλοίου και κάθισα στο πάτωμα. Η απόλυτη σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των κυμάτων που χτύπαγαν πάνω στο πλοίο. Αγνάντευα την θάλασσα και τον ξάστερο ουρανό. Προσπάθησα να κρατήσω χαρακτήρα και μην αφήσω τα συναισθήματα μου να με επηρεάσουν κι άλλο. Αδύνατον όμως. Καυτά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο παγωμένο από τον κρύο αέρα  πρόσωπο μου. Απαρηγόρητος πλέον. Τίποτα δεν μπορούσε να πάρει την πίκρα που ένιωθα μακριά μου…

Έμεινα ξύπνιος ως την αυγή. Ήθελα να απολαύσω για τελευταία φορά την ανατόλη του ήλιου, που θα χαΪδευε απαλά την όψη της κρυστάλλινης θάλασσας.

Άκουσα την κόρνα του πλοίου. «Φτάσαμε», συλλογίστηκα… Ήμουν συντετριμένος. Απεχθάνομαι ακόμα τους αποχαιρετισμούς. Η πικρή στιγμή της αλήθειας είχε φτάσει… Μα ποτέ δεν με ρώτησε αν ήμουν έτοιμος για εκείνη.

Σηκώθηκα και πήγα στην καμπίνα μου. Έβαλα το καπέλο, το παλτό, το κασκόλ μου. Πήρα την βαλίτσα μου και έκλεισα απαλά το φως.  Με ένα νοσταλγικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου, περπάτησα αργά προς την σάλα, όπου είχαν ήδη μαζευτεί όλοι. Μου χαμογέλασαν. Ο  καπετάνιος με ένα υπερήφανο χαμόγελο, μου παρέδωσε τις λίρες, τα βραβεία μου, που τίμια κέρδισα τόσα χρόνια. Απλά τους κοιτούσα. Με μάτια θολά και μία καρδιά γεμάτη αγάπη και θαλπωρή.

Έβλεπα ότι ήθελαν να με αποχαιρετήσουν. Όμως ο αντρικός εγωισμός ως ασπίδα αυτή την φορά δεν επέτρεψε, παρά μόνο τον συνθηματικό μας χαιρετισμό. Κίνησα προς την έξοδο. Άνοιξα την πόρτα. Χιλιάδες ακτίνες με τύφλωσαν κάνοντας τα δάκρυα  να κυλάνε όλο και πιο γρήγορα. Ξάφνου, άκουσα μια βραχνή, ραγισμένη φωνή να σιγοψιθυρίζει, « περίμενε… » Αμέσως ξεχώρισα αυτή τη φωνή. Ήταν του καλού μου φίλου, Μάκη. Έσπευσα να κοιτάξω πίσω μου. Έτρεξε προς το μέρος μου και με αγκάλιασε. Είχα κοκαλώσει. Μου έπεσε η βαλίτσα στο πάτωμα και  για τελευταία φορά αγκάλιασα σφιχτά τον φίλο μου.  Χωρίς δισταγμό όρμησαν και οι υπόλοιποι πάνω μου και με έσφιξαν στην αγκαλιά τους. Ακόμα και ο άτρωτος καπετάνιος λύγισε, δάκρυσε. Ό,τι ζούσα θα το ζούσε και αυτός. Φαντάζονταν τον εαυτό του σε λίγα χρόνια στη θέση μου.

Η ατμόσφαιρα βάρυνε ακόμα περισσότερο. Όμως έφτασε η ώρα. Ευχηθήκαμε τύχη, αγάπη, υγεία και δώσαμε υπόσχεση να μην ξεχαστούμε. Χάρις τις ζεστές εγκάρδιες αγκαλιές τους μπόρεσα να  ενώσω τα κομμάτια μου και να πάρω δύναμη. Σκούπισα τα δάκρυα μου και άρπαξα την βαλίτσα μου. Ένα-ένα τα σκαλοπάτια, βάδισα προς την γραμμή του τερματισμού. Σπάραξε  η ψυχή μου όταν έκλεισα την πόρτα. Δεν ήθελα να κοιτάξω πίσω μου, παρά μόνο όταν θα είχα την πλήρη εικόνα του πλοίου. Παρόλο τα γηρατειά μου μπόρεσα να διακρίνω  την οικογένεια μου, που ίσα-ίσα είχε προλάβει να τρέξει στο κατάστρωμα για να φωνάξει όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Να προσέχεις, σε αγαπάμε !!! » Ο καπετάνιος, κάνοντας  την κόρνα του καραβιού να ηχεί ρυθμικά, έδωσε το δικό του αντίο… Δάκρυα συγκίνησης και λύπης έρρεαν στα κόκκινα μάγουλα μου. Αντίο τους φώναξα. Το τελευταίο αντίο…

Όλα έμοιαζαν με την αφετηρία του ταξιδιού. Μόνο που τότε, εγώ ήμουν πάνω σε αυτό το υπέροχο πλοίο. Έφερνα συνέχεια στο μυαλό μου αυτή την εικόνα. Τιμή που υπηρέτησα μαζί τους.  Ο ήχος της κόρνας ξεθώριασε, καθώς το πλοίο απομακρυνόταν και εγώ είχα αφήσει εκεί, θαμμένο, τον νεαρό θαλασσοπόρο. Αδύνατον να σταματήσω να κλαίω και να αποδεχτώ την αλήθεια. Πως δεν θα ξαναέβλεπα την οικογένεια μου, το σπίτι μου. Μόνο οι ναυτικοί ξέρουν αυτό το συναίσθημα του αποχωρισμού.

Μετά από ώρα αποφάσισα να κατευθυνθώ στην παλιά κάποια τρόπο οικία μου. Φτάνοντας, αντίκρισα την αλτάνα[1]… Τα λουλούδια είχαν μαραθεί. Οι ξύλινες καρέκλες φαγωμένες από τη βροχή. Έδειχνε τόσο εγκαταλελημένη… «Έλειπα καιρό» συλλογήστηκα… Άνοιξα την ξύλινη ξεχαρβαλωμένη  πόρτα και προσπάθησα να περάσω ανάμεσα από το δάσος των ξερών φυτών. Ένιωθα σαν φάντασμα.

Άνοιξα την πόρτα. Μπήκα μέσα και στάθηκα στην είσοδο. Το σπίτι που κάποτε ήταν πλημμυρισμένο από γέλια, φωνές, χαρά και αγάπη ήταν άδειο. Σκοτεινό και γεμάτο σιωπή. Έπληττα. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν του ξύλινου πατώματος που  έτριζε σε κάθε βήμα που έκανα. Αισθανόμουν όλο και πιο μόνος… Έβγαλα το κασκόλ, το καπέλο και έριξα μία ματιά στο σαλόνι. Οι φωτογραφίες στον τοίχο αραχνιασμένες και τα έπιπλα σκονισμένα. Άνοιξα το παράθυρο και κίνησα να καθίσω στον βαθύ κόκκινο καναπέ. Μέσα από την τσέπη του παλτού μου, πήρα την ταμπακέρα και έκανα ένα τσιγάρο, καθώς αγνάντευα


[1] Ανθοφυτεμένο μέρος κήπου.

μελαγχολικά  την θάλασσα μου. Με μάτια βαριά και μια καρδιά πονεμένη. Μου έλειπαν ήδη…

Πέρασα τις υπόλοιπες ώρες της μέρας στον καναπέ, βλέποντας παλιές φωτογραφίες από εμένα, του πληρώματος, των καλών μου φίλων. Με έκανε να τους λαχταρώ όλους  ακόμη  περισσότερο. Σε μία παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία ήμουν εγώ, αγγαλιά μαζί με τους πολυαγαπημένους μου φίλους και… Την γλυκιά μου, Έλενορ. Θυμάμαι που θα πηγαίναμε το πρώτο μας ταξίδι. Εκείνη συγκινημένη, είχε έρθει να μας αποχαιρετίσει. Ήμασταν όλοι μας τόσο άγουροι και γεμάτοι ενθουσιασμό. Τα μάτια μας γελαστά και τα χαμόγελά μας λαμπερά. Όλα τα άτομα που αγαπούσα σε μία είκονα… Νοσταλούσα τις στιγμές που είμασταν όλοι μαζί… Νοσταλγούσα τις μικρές στιγμές ευτυχίας. Τους φίλους μου, το πλήρωμα. Την Έλενορ…

Κάποια στιγμή δεν άντεξαν άλλο τα κουρασμένα μου μάτια. Ήμουν εξαντλημένος. Έγειρα στο κανάπε. Οι φωτογραφίες γλίστρισαν μαλακά από τα χέρια μου.  Ανοιγόκλεισα με δυσκολία τα μάτια μου. Τότε, ήταν που τους είδα… Ένας-ένας πέρασε από μπροστά μου, μία σπίθα ζέστανε την ψυχή μου. Άπλωσα το χέρι μου να τους πιάσω. Τους ένιωσα αληθινούς…

Οι χτύποι της καρδιάς του έμοιαζαν με το κύμα που σβήνει στην ακτή… Η τρικυμία της ψυχής είχε τελειώσει. Έκλεισε τα μάτια. Γαλήνεψε. Η τελευταία του πνοή, είχε κάτι από την αλμύρα της θάλασσας…

Ελευθερία Μαμούρα