Ένα παιχνίδι με τις αγαπημένες μας λέξεις…
Οι λέξεις για μένα ανέκαθεν είχαν μεγάλη σημασία στη ζωή μου. Συνηθίζω να λέω πως όμορφες λέξεις, οδηγούν σε όμορφες σκέψεις και όμορφες σκέψεις σε όμορφες πράξεις. Φυλάσσω μερικές απ’ αυτές, κάποτε τις χρησιμοποιώ, άλλοτε τις μοιράζομαι. Στην πορεία ανακαλύπτω καινούριες και κάπως έτσι προσπαθώ να κερδίσω έναν πιο αντισυμβατικό τρόπο ζωής, που θα οδηγεί στη δική μου αλήθεια. Τέτοιες αλήθειες σας κάλεσα να μοιραστούμε πριν από λίγες μέρες μέσα από λέξεις, λίγο να διασκεδάσουμε παίζοντας με νοήματα, να μάθουμε, αλλά και να επικοινωνήσουμε. Μέσα από αυτή την επικοινωνία προέκυψαν λέξεις- στολίδια, με τις οποίες φτιάξατε τις παρακάτω μικρές ιστοριούλες:
Ιωάννα Τζιμογιάννη
Και χανόμουν σε ένα σύμπαν αθώρητο και ανέσπερο όπου η ανιδιοτέλεια και η ευδαιμονία είναι αδερφές μου και χορεύουν γύρω μου και η ομορφιά τους γεμίζει την ψυχή μου ελπίδα. Η κάθαρση η τρίτη και πολυαγαπημένη μου αδελφή είναι φυλακισμένη στο σεντούκι του κακού μάγου, το όνομα του είναι Νους ,ένας ιταμός και γλίσχρος, άυλος μα τόσο ισχυρός άντρας που με δένει με αλυσίδες για να αποτρέψει την απελευθέρωση της κάθαρσης.
Είναι θαλερός και τρέφεται με τον φόβο μου, ο οποίος είναι ο πιο πιστός σύντροφος. Με τρομάζει ο ορυμαγδός του σατανικού του γέλιου και σιχαίνομαι την οίηση που εξαπλώνεται και χύνεται σε ολόκληρο το χώρο και προσπαθώ την τύρβη να διαλύσω.
Η ατέρμονη μακροθυμία με θυμώνει και η αμετροέπειά του Νου με κάνει να ορρωδώ
όλο και περισσότερο, και ο κοπετός για το θάνατο του εαυτού μου όλο και θεριεύει.
Πατώ στα δυο μου πόδια και σκοπό της ζωής μου κάνω την ειμαρμένη στα χέρια να κρατήσω.
Σχοινοτενής ο χαλκέντερος Νους ,μου θυμίζει τις αδυναμίες μου συνεχώς και όλο πέφτω στο έδαφος. Φυλλοροώ,η δύναμη στερεύει και η αλισάχνη στεγνώνει τα χείλη μου, σαν το ψάρι έξω από το νερό, άνυδρη ονειρεύομαι έναν αμαράντινο έρωτα, η τελευταία επιθυμία μια μελλοθάνατης. Ένας έρωτας ηλιοκέντητος και φεγγαροζυμωμένος, τόσο μοναδικός τόσο άγαστος με τις ευχές των δύο αντιθέσεων που τον κόσμο δημιούργησαν.
Βαγγέλης Αντωνάκης
Μέσα στην αλισάχνη της νηπενθούς αυγής, τα μάτια μου στυλώθηκαν στις γλίσχρες στοιβάδες των πτωμάτων, που σκορπισμένα κείτονταν, στο χωμάτινο τους περιθώριο.
Εναγωνίως, το αμετασάλευτο ζιζάνιο του νου μου, παρέσερνε την ειμαρμένη σκέψη μου στα χαλκεύματα του φεγγαροστολισμένου σκότους. Όμως, εκείνη αδαμάντινη και σχοινοτενής όπως ήταν, θαλερά ξυπνούσε στον ηλιοκέντητο ουρανό.
Τον ανέσπερο, τον αιωνίως υποταγμένο στην αστροστόλιστη φορεσιά του. Ο οποίος με φαιδρότητα αποκάλυπτε μπρος μου τον ορυμαγδό της ανθρώπινης ιλαρότητας.
Έσκυψα το κεφάλι στις λαγαρές θρυαλλίδες των γεραρών ετούτων θεμελίων του σύμπαντος κι άρχισα να νεφελοβατώ σ’ αθώρητα μονοπάτια. Ενεός αναζητούσα την κάθαρση και την ευδαιμονία που φέρνει μαζί του ο άυλος και αμαράντινος κόσμος της σκέψης.
Σ’ αυτή τη φεγγαροζυμωμένη κι αλαβάστρινη ουτοπία, που κατοικούν παρακινδυνευμένες εμμονές, η μακροθυμία κυκλώνει την τύρβη της ύπαρξης. Εντός της, κυριαρχεί η ξενηλασία και η αποστροφή προς όλες τις παρασιτικές επιρροές, που ορρωδούν και χάνονται.
Προσήκων, φυλλορροούσα κι εγώ σε έναν ανονείρευτο λήθαργο, και χαλκέντερος βυθιζόμουν στην ιταμή κι άβαθη κοίτη του.
Δέος πλημμύρισε σύγκορμα την ύπαρξή μου, μπρος στην ανιδιοτέλεια της συμπαντικής ολότητας, κι αφέθηκα σφαλίζοντας τον αμετασάλευτο κι αθώρητο νου, που με λέγε στο καθρέφτισμα του άνθρωπο.
Χριστίνα Λιβέρη
Ειμαρμένη
Στον θαλερό μαΐστρο ένα καΐκι αρμένιζε ξυλάρμενο. Ο αθώρητος καπετάνιος νεφελοβατούσε, αντί να τρέχει μπαρουτοκαπνισμένος. Σαν καρυδότσουφλο έπλεε. Το χάζευα με δέος να εξαφανίζεται λαγαρό κι αστροστόλιστο σ’ ένα ατέρμονο παιχνίδισμα στο λυκόφως. Ο χειρισμός του δεν ήταν ο προσήκων. Ανέσπερα όμως τα κατάφερνε, σαν κάποιος αόρατος θεός το τραβούσε απαλά με μεταξοκλωστή ή το άφηνε να σελαγίζει με χάρη αγαστή.
Με φώναζαν «φεγγαροζυμωμένη». Έχασα τη μάνα μου μικρή. Φαινόταν παράξενο ένα άγουρο πλάσμα να είναι νηπενθές. Η εικόνα της αμάραντη μέσα μου, με πλημμύριζε ευδαιμονία. Ο κοπετός δε μου ταίριαζε. Ίσως να φλέρταρα με την οίηση κι ενίοτε γινόμουν φίλερις, σκεφτόμουν σκαλίζοντας την αλισάχνη στα βράχια.
Άξαφνα, ένας ορυμαγδός μ’ έκανε να ορρωδήσω. Σηκώνοντας το βλέμμα μου έμεινα ενεή. Η θρυαλλίδα ήταν μια ξέρα. Η βάρκα μετέφερε ψυχές ξενηλασίας. Τώρα οι δυστυχείς χαροπάλευαν αβοήθητοι.
Άρχισα να πελαγοδρομώ. Εκείνη όμως μ’ έλεγε χαλκέντερη. Χωρίς να βαυκαλίζομαι ή να φυλλορροώ, με καθαρή ανιδιοτέλεια και μακροθυμία ρίχτηκα στη θάλασσα. Η τύρβη είχε κοπάσει. Ο μόχθος μου, φαινόταν γλίσχρος.
Η σωτηρία τους μου φάνηκε σχοινοτενής, μέχρι που ένιωσα την απόλυτη κάθαρση. Μια ανονείρευτη παιδική αγκαλιά. Μια καθάρια κίνηση στερημένη από κάθε ιταμό. Δυο μάτια που έβλεπαν στο πρόσωπό μου έναν γεραρό ήρωα.
Κατερίνα Ράπτη
Ήταν κάποτε ένας φίλερις διανοούμενος, που θαρρείς πως το κύριο μέλημά του ήταν να πυροδοτεί θρυαλλίδες ατέρμονων συζητήσεων. Η σχοινοτενής χρήση του λόγου, σε συνδυασμό με την οίηση που τον διακατείχε άφηνε ενεούς τους ακροατές του, οι οποίοι τον άκουγαν πάντα με δέος και τον προσήκοντα σεβασμό.
Οι φιλόδοξοι αντίπαλοί του φαίνονταν να πελαγοδρομούν, καταφεύγοντας μάλλον σε αμετροέπειες και σύντομα ορρωδούσαν.
Αυτός ο…ευδαίμων νέος, συνάντησε κάποτε έναν γεραρό ερημίτη, γνωστό για το χαλκέντερο και αδαμάντινο χαρακτήρα του. Αποσυρμένος από την τύρβη του κόσμου, ζούσε αναπέμποντας κοπετούς προς τον θρόνο του αθώρητου Υψήστου, αποζητώντας την κάθαρση κάτω από τον αστροστόλιστο ουρανό.
Πες μου γέροντα, πώς να αντικρίσω κι εγώ το ανέσπερο φως του Παραδείσου; Ρώτησε τον ερημίτη.
Εκείνος, βλέποντάς τον να νεφελοβατεί και να ρωτά με ιταμό ύφος, δίχως ειλικρινές ενδιαφέρον, με αγαστή μακροθυμία του προσκόμισε ένα μικρό καθρέφτη.
Κοίταξέ τον καλά, είπε στο νέο.
Εκείνος αντικρίζοντας την ηλιοκέντητη μορφή του μειδίασε.
Και τώρα σπασ’ τον, πρόσθεσε ο γέροντας.
Μόνο αν το εγώ σου γίνει θρύψαλλα θα δεις το Θεό.
Τι φαιδρότητες είναι αυτές;
Αντέτεινε ο διανοούμενος και νηπενθής, έχοντας συντροφιά το αμαράντινο εγώ του, έφυγε προς αναζήτηση γλισχρών θυμάτων, των οποίων θα υφάρπαζε το σεβασμό…
Χριστίνα Αραμπατζή
Σαν αγάλματα στέκονται οι μνήμες
Αθώρητες κι ανέσπερες
Ανηλεώς με ύφος ιταμό και οίηση σε κοιτάζουν
Να νεφελοβατείς και ν’ ασελγείς επάνω τους φυλλορροώντας
Ξυλάρμενος, ενεός στο έλεος του αγαστού τους κάλλους
Μα αυτές αμετασάλευτες
Πετρώσανε αδαμάντινες μπροστά στην ειμαρμένη
που αμάραντες τις σμίλεψε και γεραρές
να πελαγοδρομούν στο αύριο, πιστές μόνο στο χτες
Δεν ορρωδούν προ ουδενός τ’ αγάλματα, ξέρουν την δύναμή τους
Μόνο να τα θωρείς μπορείς, με δέος –γλίσχρα η αμοιβή τους
Κρύο το μάρμαρο πονά, σε σκίζει, σε τσακίζει, ατέρμονη η θλίψη σου, σχοινοτενής
Η τύρβη του μυαλού σου μια θρυαλλίδα εκτελεστής
Τυφλός, φίλερις, μπαρουτοκαπνισμένος,
γυρεύοντας την κάθαρση έναν μπαλτά υφαρπάζεις
Με μένος λαγαρό κι ορμή «επάνω του» φωνάζεις…
Ορυμαγδός οι τύψεις σου που κοπετούς σκορπάει
Δεν είναι λύση αυτή προσήκουσα στη μνήμη, κι ας πονάει
..κι αν με αλισάχνη το άλειφες, να μοιάζει σεληνίτης;
Αν το φεγγαροζύμωνες; αν το ηλιοκεντούσες;
Με μεταξοκλωστή στον αστροστόλιστο ουρανό μια νύχτα αν το κρεμούσες;
Μήπως και νηπενθής στο στρώμα σου επιστρέψεις
Και νύχτες ανονείρευτες και θαλερές εισπνεύσεις
Χαλκέντερος ξανακοιτάς κι αυθόρμητα λυγίζεις
Και τ’ αγκαλιάζεις, το φιλάς, ακόμη κι αν δακρύζεις
Βάλσαμο στάζεις στην ψυχή και στις βαθιές πληγές σου
Κοίτα! σαν να σου χαμογέλασε μακρόθυμα το χθες σου.
Μαρία Κελεπούρη
Παραδόθηκε πια στη χαλκέντερη ειμαρμένη. Τα μάτια της κοίταξαν με δέος τη γεραρά μορφή που στεκόταν απέναντί της. Άναρθρες κραυγές έβγαζαν τα χείλη της, μένοντας ενεά μπροστά σε ένα θέαμα, που αναρωτιόταν αν ακόμα νεφελοβατεί. Στράφηκε στο παράθυρο. Αντί των θαλερών δέντρων της άνοιξης, αντίκρυζε ένα αμετασάλευτο τοπίο, παραδομένο σε μια ηλιοκέντητη χάρη. Ως το νηπενθές ξημέρωμα μία ατέρμονη μάχη ανάμεσα στην μακροθυμία και την φαιδρότητα. Μια ανονείρευτη σχοινοτενής νύχτα που η τύρβη των σκέψεων, την έκανε ιταμή απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Ώρες ξενηλασίας. Η οίηση έφθινε στη θύμηση των πελαγοδρομιών και των λαγαρών λόγων που χαρακτήρισε ως χαλκεύματα. Αισθανόμενη γλίσχρα, υφάρπαξε κάθε καλό. Έπρεπε να δείξει την προσήκουσα ανιδιοτέλεια. Τώρα τιμωρούσε τον φίλερι εαυτό της. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά υπήρξε η θρυαλλίδα για τον ορυμαγδό που ακολούθησε. Όσο κι αν πίστευε σε ανέσπερες ελπίδες, τώρα φυλλορροούσε. Η καρδιά της, μεταξοκλωστή. Κι ο Σεληνίτης που κρατούσε σφιχτά δεν είχε άλλη δύναμη. Κοίταξε μπροστά της, μα αθώρητη η μορφή. Ορρωδούσε προ θανάτου. Ο αστροστόλιστος ουρανός την καλούσε κοντά του. Έτσι η σαν αλισάχνη ζωή της παραδόθηκε στον μόνο Αδαμάντινο, ταξιδεύοντας πια στην αγαστή ευδαιμονία του Αμαράντινου. Η κάθαρση επήλθε κι ο φεγγαροζυμωμένος βλέποντάς την άρχισε τον κοπετό.
Ευαγγελία Μάνου