«Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Πώς o Ρενέ Ντεκάρτ επαναπροσδιόρισε τα θεμέλια της γνώσης.
Πώς μπορούμε να προσδιορίσουμε την αναμφισβήτητη γνώση; Η θεώρησή μας για τον κόσμο γύρω μας στηρίζεται στην γνώση που αποκτούμε εμπειρικά, στα ευρήματα της επιστήμης, στις αποδείξεις των μαθηματικών, σε όλα εκείνα που θεωρούμε δεδομένα, και επάνω τους συνεχίζουμε να «χτίζουμε» το οικοδόμημα της αλήθειας. Τι συμβαίνει λοιπόν όταν τα ίδια τα θεμέλια αυτού του οικοδομήματος αμφισβητούνται;
Πηγή του συνόλου της αποκτηθείσας γνώσης είναι ο ανθρώπινος νους, ο οποίος θα πρέπει, συνεπώς, να είναι το «πρωταρχικό πεδίο της επιστήμης». Αυτό αναφέρεται στην πρώτη σελίδα των Κανόνων για τον κατευθυσμό της γνωστικής δύναμης, το πρώτο (και ανολοκλήρωτο) φιλοσοφικό έργο του Ρενέ Ντεκάρτ.
Ο Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650), ή Καρτέσιος, είναι ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές της σύγχρονης εποχής. Στο έργο του, ο Ντεκάρτ χρησιμοποίησε τον σκεπτικισμό σαν ένα εργαλείο για να καταπολεμήσει τον ίδιο τον σκεπτικισμό: πίστευε πως εάν αμφισβητήσουμε ό,τι μπορεί να αμφισβητηθεί, αυτό που θα μείνει θα είναι μονάχα τα αδιαμφισβήτητα αξιώματα, τα οποία θα πρέπει να αποτελέσουν τα θεμέλια της γνώσης.
Στην προσπάθεια του, λοιπόν, να απομονώσει την αλήθεια, ο Ντεκάρτ αρχικά αμφισβητεί την γνώση η οποία προέρχεται από τις αισθήσεις. Επιχειρηματολογεί πως οι αισθήσεις μας μπορούν εύκολα να μας εξαπατήσουν, συνεπώς τα δεδομένα που εξάγονται μέσω των αισθήσεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστη γνώση. Τα αισθητικά μας όργανα, άλλωστε, έχουν περιορισμένη εμβέλεια, άρα η αντίληψη που έχουμε για τον υλικό κόσμο μέσω αυτών των οργάνων είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ελλιπής.
Ακόμη όμως και σε περίπτωση συνθηκών βέλτιστης αισθητικής λειτουργίας, ο Ντεκάρτ αμφισβητεί την γνώση που παράγεται μέσω των αισθητικών οργάνων, με την υπόθεση των ονείρων. Συγκεκριμένα, θέτει το πρόβλημα ότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με απόλυτη βεβαιότητα σε κάθε δεδομένη στιγμή εάν ονειρευόμαστε ή όχι. Για τον Ντεκάρτ, κάθε απόπειρα προσδιορισμού της ονειρικής κατάστασης μέσω των αισθήσεων, είναι μάταιη. Εάν, για παράδειγμα, αποφασίσω να προκαλέσω πόνο στο σώμα μου ώστε να βεβαιωθώ ότι δεν ονειρεύομαι, ίσως ακόμη και τότε ονειρεύομαι ότι προσπάθησα να προκαλέσω πόνο στο σώμα μου.
Η απάντηση στην υπόθεση των ονείρων είναι πως υπάρχουν γνώσεις και έννοιες, όπως οι μαθηματικές έννοιες, οι οποίες δεν προέρχονται από τις αισθήσεις, και άρα δεν μπορούν να είναι δημιουργήματα ονειρικής πλάνης. Σε αυτό ο Ντεκάρτ απαντάει με την υπόθεση της «κακοήθους ιδιοφυίας». Δηλαδή μίας ανώτερης οντότητας η οποία μάς «ξεγελά», ώστε να πιστεύουμε ότι ακόμη και οι πιο στοιχειώδεις έννοιες αληθεύουν, ενώ στην πραγματικότητα είναι ψευδείς.
Με τους τρεις αυτούς ισχυρισμούς, δηλαδή την αναξιοπιστία των αισθήσεων, την υπόθεση των ονείρων και αυτήν της κακοήθους ιδιοφυίας, ο Ντεκάρτ ταράσει τα θεμέλια της γνώσης, προκειμένου να τα ανοικοδομήσει επάνω σε εξ ορισμού ατράνταχτες προτάσεις, η πρώτη εκ των οποίων είναι η απόδειξη της ύπαρξης του ίδιου του του εαυτού. Ακόμη και αν οι αισθήσεις μου με εξαπατούν, θα πρέπει να υπάρχω για να έχω αισθήσεις. Ακόμη και αν δεν μπορώ να γνωρίζω με βεβαιότητα εάν βρίσκομαι σε ονειρική κατάσταση, θα πρέπει να υπάρχω για να μπορώ να ονειρεύομαι. Ακόμη και αν υπάρχει μια κακοήθης ιδιοφυία που με εξαπατά, θα πρέπει να υπάρχω για να μπορώ να εξαπατηθώ. Έτσι λοιπόν καταλήγει στην πρόταση «Cogito ergo sum», δηλαδή «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Η απόδειξη της ύπαρξης του εαυτού αποτελεί για τον Ντεκάρτ το θεμέλιο κάθε πραγματικής γνώσης.
Το σημαντικότερο μάθημα που παίρνουμε πάντως από τον Ντεκάρτ είναι η αμφιβολία ως εργαλείο δόμησης της πραγματικής γνώσης. Είναι εύκολο, και πολλές φορές καθησυχαστικό, να αρκούμαστε στην γνώση όπως αυτή μας παρέχεται μέσω των εκπαιδευτικών συστημάτων, των μέσων ενημέρωσης, του κοινωνικού μας περίγυρου. Ακόμη όμως και η πιο ατράνταχτη, φαινομενικά, γνώση, που μας δίνεται από τις πιο ευρέως αποδεκτές, αξιόπιστες πηγές, μπορεί να αμφισβητηθεί. Και ίσως πρέπει να αμφισβητηθεί, ειδικά σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από άνθηση των ψευδών ειδήσεων και της κατευθυνόμενης παραπλάνησης.
Μάνος Κουνενός