“Οι ώρες” περνούν…
«Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία» δηλώνει προς το τέλος του βιβλίου η Κλαρίσα Ντάλογουει
Οι δεκαετίες του 1920, 1950 και 2000 αντιστοιχούν στις ζωές τριών κατά τα φαινόμενα διαφορετικών γυναικών. Πρόκειται για την ταινία “The Hours”. Η Nicole Kidman στον ρόλο της θρυλικής συγγραφέως, Virginia Woolf, αναπαριστά μία γυναίκα στην Αγγλία του ’20 με έντονα καταθλιπτικά και ψυχωτικά συμπτώματα, η οποία μάχεται με τον ίδιο της τον εαυτό και την σκέψη της, προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημά της. Το βιβλίο της ονομάζεται «Η κυρία Ντάλογουεϊ». Julianne Moore, 1950, αναγνώστρια πλέον του μυθιστορήματος της Woolf, τέλεια μητέρα και σύζυγος, με την τελειότητά της να μετατρέπεται σε αντικείμενο μίσους και αιτία φυγής. Meryl Streep, 2001, μία ζωή αγωνίστρια για τον άνθρωπό της, προσπαθώντας να διοργανώσει μία γιορτή για την βράβευσή του ως ποιητή, ο οποίος έχανε σταδιακά την μάχη με το AIDS. Το αντικείμενο-κλειδί της ταινίας είναι το μυθιστόρημα της Woolf, το οποίο συνδέει τις τρεις γυναίκες.
Ας δούμε λιγάκι την υπόθεση του βιβλίου της Woolf. Η κυρία Ντάλογουεϊ απεικονίζει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πρότυπα κοινωνικού κομφορμισμού. Βολεμένη στην ζωή της και μακριά από «ανήθικες» απολαύσεις, διοργανώνει μία δεξίωση όπου όλα είναι προσχεδιασμένα να γίνουν όπως πρέπει. Αλλά τελικά, ένας πρώην αγαπητικός της από την Ινδία καταφθάνει, την αναστατώνει και παρατηρεί πως όλοι γύρω της, μέχρι και η κόρη της, επιλέγουν ένα τελείως διαφορετικό μοτίβο συμπεριφοράς από αυτό που είχε η κ. Ντάλογουεϊ στο μυαλό της, ένα μοτίβο συμπεριφοράς που απλώς υποδήλωνε την ελευθερία και όχι τα κοινωνικά πρέπει… Σιγά σιγά παρατηρεί στους άλλους αυτό που η ίδια αδυνατεί να κάνει…να σπάσει τις κοινωνικές αλυσίδες. Κάπως έτσι παρουσιάζεται και η προσωπικότητα των τριών γυναικών της ταινίας.
Η ιδέα μου είναι η εξής. Να προσπαθήσω να συνδέσω τις τρεις τραγικές γυναικείες φιγούρες της ταινίας, με δυνητικές εκφάνσεις των χαρακτηρολογικών δομών του ανθρώπου.
Nicole Kiddman ως Virginia: Το δημιουργικό κομμάτι του χαρακτήρα μας το οποίο φυσικά καταπατάται από τα κοινωνικά «πρέπει». Μία γυναίκα, η οποία είχε ανάγκη να δημιουργήσει, να συγγράψει, αλλά λόγω ψυχικής ασθένειας οι γιατροί ήλεγχαν όλη της την ζωή, θεσπίζοντας αυστηρούς και άκαμπτους νόμους, υποδεικνύοντας ακόμη και τον τόπο διαμονής της. My life is been stolen from me, όπως η ίδια αναφέρει.
Julianne Moore, ως Laura: Baking the cake for daddy, to show that we love him, λέει η Moore στο μικρό παιδί της. Αλλιώς, δεν θα καταλάβει ότι τον αγαπάμε. Είναι αυτή η φωνή που λέει μέσα μας, η φωνή της κοινωνίας, κάνε αυτό για να δείξεις ότι είσαι καλός στην δουλεία σου, σπούδασε για να πάρεις το πτυχίο, μίλα ευγενικά για να τα έχεις καλά με όλους. Και στην πραγματικότητα, τα κάνεις χωρίς να ξέρεις το γιατί. Ψήνεις το κέικ τελικά, όχι επειδή εσύ το θες αλλά επειδή κάποια αόρατη και άμορφη φωνή σου έχει πει πως πρέπει να ψηθεί.
Meryl Streep, ως Clarissa: Ζώντας για τους άλλους και μέσα από τους άλλους. Προσπαθώντας να διοργανώσει όλες τις εξωτερικές λεπτομέρειες, αρχίζει και συνειδητοποιεί πως η ζωή της δεν έχει νόημα, καθώς ανάμεσα στα επιθυμίες και τις σκέψεις των άλλων, έχει χάσει τον εαυτό της. That is what we do, that is what people do, they stay alive for each other. Χωρίς τους άλλους δεν έχει ζωή, καθώς η ζωή της, είναι η ζωή τους. Μία ζωή μέσα από τους άλλους, ένας λευκός πίνακας στον οποίο ο καθένας έχει δικαίωμα να γράψει την δική του ιστορία…
Οι άνθρωποι… οι άνθρωποι διοργανώνουν τις λεπτομέρειες στη ζωή τους, τις δεξιώσεις, τα πάρτυ, τις εξόδους, αλλά τελικά ξεχνούν να διοργανώσουν το μέσα τους. Περνάνε οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια και ζουν για τους άλλους, παραμερίζοντας τους εαυτούς τους, περιορισμένοι από ένα αόρατο «πρέπει», ένα κοινωνικό φάντασμα, το οποίο τους καταβροχθίζει στα νιάτα και τους ξερνάει στα γεράματα, κάνοντάς τους να λένε «Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω». Οι ώρες (The Hours) είναι μία ταινία που μας υπενθυμίζει μέσω της φαινομενικά μελαγχολικής-νοσταλγικής ματιάς στο παρελθόν, πως η ζωή είναι μία, δεν ξαναγυρνάει πίσω, οι ώρες είναι προκαθορισμένες. Προτιμάς να τις σπαταλήσεις αναλώνοντας τα θέλω σου στα θέλω των Άλλων, της κοινωνίας; Ή προτιμάς να δώσεις ένα νόημα στην ύπαρξή σου, να αφήσεις πίσω σου ένα έργο, ένα έργο που θα επηρεάσει, θα έχει την δύναμη να αλλάξει τον κόσμο; Ο χρόνος, όταν κοιτάει τις μηδαμινές λεπτομέρειες, προκειμένου να ξεφύγει, έχει την τάση να τρέχει πιο γρήγορα…
Τσώνη Ρωξάνη