Γράφει η Έφη Δρακάκη

Το βιβλίο Η Κλάρα και ο Ήλιος, αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα του Καζούο Ισιγκούρο μετά από τη βράβευσή του με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 2017. Η υπόθεση του βιβλίου μας τοποθετεί στο εγγύς μέλλον, η τεχνητή νοημοσύνη έχει ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό, όπου ρομπότ αποτελούν προσωπικούς φίλους ή υπηρέτες. Η Κλάρα είναι μία τέτοια Τ. Φ. (τεχνητή φίλη), είναι ένα ανθρωποειδές που απορροφά ηλιακή ενέργεια και ακτινοβολία, δηλαδή η τροφοδοσία της γίνεται από τον Ήλιο. Η Κλάρα έχει εκπληκτική παρατηρητικότητα και ιδιαίτερη ευαισθησία και είναι ιδανική σύντροφος για παιδιά, που έχουν μοναξιά.
Η Κλάρα από τη θέση της στο κατάστημα όπου πωλείται, παρακολουθεί με προσοχή τη συμπεριφορά όσων εισέρχονται στο μαγαζί, αλλά και όσων περαστικών περνούν έξω από το δρόμο. Ελπίζοντας πως σύντομα κάποιος θα τη διαλέξει, παρατηρεί τον κόσμο και τους ανθρώπους. Παρατηρώντας προσπαθεί να βγάλει νόημα για τον κόσμο. Παρότι δεν γνωρίζει τον έξω κόσμο, μαθαίνει γρήγορα μέσω της παρατήρησης και καταλήγει σε μερικά συμπεράσματα.
Σύντομα την αγοράζει η νεαρή Τζόσι με τη μητέρα της. Η Κλάρα συνειδητοποιεί ότι η Τζόσι πάσχει από μία μυστηριώδη ασθένεια, η οποία σχετίζεται με την «αναβάθμισή της» δηλαδή μία διαδικασία επιμόρφωσης που λαμβάνουν τα παιδιά μέσω διαδικτυακής εκμάθησης στο σπίτι προκειμένου να ακολουθήσουν πιο λαμπρές καριέρες.
Η τηλεκπαίδευση έχει επικρατήσει πλήρως, τα περισσότερα παιδιά δεν πηγαίνουν στο σχολείο αλλά σπουδάζουν από το σπίτι. Ο σκοπός φαινομενικά είναι η Κλάρα να βοηθήσει την Τζόσι να περάσει τα μοναχικά και δύσκολα χρόνια μέχρι το κολλέγιο. Ωστόσο, περιπλέκεται η υπόθεση όταν η Τζόσι κινδυνεύει να πεθάνει και η απελπισμένη μητέρα της βλέπει στην Κλάρα μια νέα κόρη. Η Κλάρα έκανε τότε μία συμφωνία με τον Ήλιο, προκειμένου να μην πεθάνει η Τζόσι. Ο Ήλιος θα ρίξει περισσότερο φως στην Τζόσι.
Ένα μυθιστόρημα το οποίο δεν κατάφερε να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες πολλών κριτικών, οι οποίοι ανέμεναν κάτι πιο ιδιαίτερο από τον νομπελίστα. Ωστόσο, αποτελεί ένα μυθιστόρημα το οποίο αν και δεν γράφτηκε κατά την διάρκεια της πανδημίας, αλλά νωρίτερα, μπορεί πλέον να μας αγγίξει λόγω του ότι περιγράφει μια ζοφερή δυστοπία, η οποία θυμίζει σε πολλά την ζωή μας μετά το ξέσπασμα τη πανδημίας. Το γεγονός ότι ένα ανθρωποειδές έρχεται να καλύψει το αίσθημα μοναξιάς των εφήβων στο βιβλίο, μας είναι πολύ οικείο σαν αίσθημα. Κατά την διάρκεια του εγκλεισμού οι περισσότεροι άνθρωποι βρήκαν στήριγμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- smart phones- video games, τα οποία λειτούργησαν ως μία νησίδα συναισθηματικής ανακούφισης.
Πρόκειται για ένα βαθιά συγκινητικό βιβλίο που καταδεικνύει τον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο μας. Ταυτόχρονα με τη τεχνητή νοημοσύνη και τις νέες ανισότητες που γεννά, πραγματεύεται ζητήματα όπως η μοναδικότητα του ατόμου, αλλά και πού μπορεί να οδηγήσει η ολοένα και αυξανόμενη τάση του ανθρώπου να απομακρύνεται από τον ήλιο, τη φύση και τον εαυτό του. Αποτελεί ένα παραμύθι για ενήλικες -και όχι μόνο- που θέτει ουσιώδη ζητήματα που προκύπτουν από την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης αλλά την ίδια στιγμή αναζητά απάντηση στο «Τι σημαίνει στ’ αλήθεια ν’ αγαπάς;».