«Στην Κλυταιμνήστρα», Δέσποινα Γεώργα
Το παρακάτω ποίημα γράφτηκε στον δρόμο για την Αθήνα, έπειτα από την παράσταση “Ορέστης” του Ευριπίδη στην Επίδαυρο.
Στην Κλυταιμνήστρα
Στην πλάτη μου βαστώ ολάκερη την γενιά μου,
γενιά καταραμένη -θες απ’ την Μοίρα, θες απ’ τον Θεό-
πνιγμένη στις ίδιες τις αμαρτίες της.
Κι εγώ κάπου στη μέση,
να περιμένω υπομονετικά την σειρά μου.
Βαστώ την προδοσία της αδερφής, το φευγιό της,
που πόλεμοι και πόλεμοι δεν μπόρεσαν να φέρουν πίσω,
σφαγμένοι γιοί και κόρες, όλα στα πόδια της,
φόρτωμα στην ψυχή της.
Βαστώ του σπλάχνου μου τον φόνο -θυσία απαρέγκλιτη-
απ’ τα χέρια του πατρός της.
Βαστώ ακόμα το μίσος μου για εκείνον
-ω, εκείνο το μίσος!-
μαζί με την καρδιά μου που πέταξα για κατευόδιο στη θάλασσα.
Βαστώ, βαστώ, κουράστηκα να βαστώ.
Για αυτό τώρα σκοτώνω,
μέχρι να φτάσει η σειρά μου να σκοτωθώ,
όπως πάντοτε πρόσταζε η Άτροπος η Μοίρα
η αναπόδραστη.
Εγώ, η όμορφη αλλά δόλια αδερφή
που ηρωίδα έγινα μονάχα μέσα στην τραγωδία μου.
Τα κρίματα όλων τιμωρήθηκαν σκληρά
και η συγχώρεση ποτέ δεν ήρθε.
Πώς να ερχόταν άλλωστε;