Γράφει ο Γρηγόρης Κατσαρός

Ήταν καλοκαίρι όταν έγραψα το πρώτο μου ποίημα. Γυρνώντας τον χρόνο πίσω θυμάμαι πως δεν μπορούσα πάντα να αναγνωρίσω ξεκάθαρα αυτά που αισθανόμουν, ο φόβος δεν ήταν μόνο φόβος, η χαρά δεν ήταν μόνο χαρά και η αγωνία συχνά συνοδευόταν με την ανάμνηση μιας εμπειρίας που ίσως δεν είχε ακόμα έρθει. Μέχρι που μια μέρα, ένα Αυγουστιάτικο καλοκαίρι, λίγο το απέραντο γαλάζιο, λίγο ο καλοκαιρινός ήλιος, η αρμονία και η δροσιά της θάλασσας με τις εφηβικές μου σκέψεις, στάθηκαν οι αφορμές για να καταλάβω ότι τα συναισθήματά μου ήταν η έκφραση των υποσυνείδητων εμπειριών μου, ένας συνδυασμός εικόνων που μαζεμένες δημιουργούσαν μια ιστορία· εμένα! Αμέσως μόλις γύρισα σπίτι έπιασα το χαρτί και το μολύβι. Προσπάθησα, όσο μπορούσα, να ανακαλέσω την αλληλουχία των εικόνων όπως ζωντάνεψαν στο μυαλό μου και να τις συνδέσω με τα συναισθήματα που μου προξένησαν. Και κάπως έτσι γράφτηκε το πρώτο μου ποίημα· μια αλληλουχία εικόνων ενός καλοκαιρινού τοπίου που για μένα ήταν μετάφραση συναισθημάτων. Και συνέχισα να γράφω ποιήματα, που μετά παρατηρούσα για ώρες αναζητώντας το “Γιατί;” σε όσα αισθανόμουν, προκειμένου να καταλάβω πώς οι εμπειρίες μου καθορίζουν τον τρόπο που σκέφτομαι, αισθάνομαι και άρα δρω. Και κάπως έτσι γεννήθηκε ένας νέος κόσμος, με κάθε βήμα λίγο και πιο φωτεινό σαν την Ιθάκη. Αργότερα, όσο οι προσλαμβάνουσές μου πλήθαιναν, συνειδητοποίησα ότι τα ερεθίσματα που μου έδωσε το καλοκαιρινό τοπίο ώστε να εκφραστώ, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης πολλών άλλων σπουδαίων ποιητών που μέσα από αυτό εξέφρασαν την νοσταλγία σε ένα πλαίσιο, όμως, της ελευθερίας και της απεραντοσύνης, όπως αυτό της φύσης. Γι’ αυτό και σε αυτό το άρθρο, σαν φόρο τιμής σε εκείνο το καλοκαίρι και λίγο πριν μπει ο Αύγουστος, προσπάθησα να συνδέσω κάθε ποίημα με έναν καλοκαιρινό πίνακα ζωγραφικής που για τον καθένα μπορεί να μεταφραστεί διαφορετικά και να ταυτιστεί με τη δική του ιστορία.

Η πιο όμορφη θάλασσα – Ναζίμ Χικμέτ

Θα γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών

είμαστε μες στο δικό μας κόσμο

Η πιο όμορφη θάλασσα

είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει

Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα

Τις πιο όμορφες μέρες μας

δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα

Κι αυτό που θέλω να σου πω

το πιο όμορφο απ’ όλα,

δε στο `χω πει ακόμα.

“Beach Scene” – Edgar Degas, 1877

Εξοπλισμός θερινών αναγκών – Κική Δημουλά, Ενός Λεπτού Μαζί, Εκδόσεις Ίκαρος

Κάτι ορθάνοιχτα παράθυρα

ανεβάζουν καλοκαίρι με το γερανό της μύγας.

Μετρώ και λείπουνε μιά δυό συλλαβές του

και το πόδι του λάμδα σπασμένο

Κουνιότανε από πέρυσι.

Τώρα που θα καθίσει τόση ελάττωση

κι όλη η συνοδεία των ευνούχων της.

Πάντως είναι στέρεο το ελαττούμενο

σηκώνει τόνους άλγη. Κάτσε άφοβα.

Καλού κακού θα προσθέσω στον κατάλογο

μια ξαπλώστρα εις αντικατάστασιν

του σπασμένου λάμδα.

Χρειάζομαι επίσης

Τρανζιστοράκι κολλητό στ’ αυτάκια των κυμάτων

ν’ ακούνε μουσική από σταθμούς πειρατικούς της άμμου.

Ένα τραγούδι ευσυγκίνητο κομίζει συλλαβές

ίδιες σχεδόν μ’ αυτές που βρέθηκαν να λείπουν από

το καλοκαίρι και παραπανίσιες μάλιστα. Μην τύχει

να θυμηθείς και άλλους. Να έχουν να καθίσουν.

Γυαλιά απορροφητικά, μη θυμηθώ περισσότερους.

Αν και φορώ πότε πότε καπνούς επαφής.

Καπέλο για τον ήλιο

παρόλο που δεν καίει όπως τότε

που ήσουν μέρα νύχτα εφευρέτης του.

Να δοκιμάσω από περιέργεια ένα έγκαυμα παλιό

να δω αν ξεφλούδισε ο τρελός

έρωτας της πλάτης μου για δαύτο.

Μαγιό καινούργιο –πάχυνε πολύ η κάθοδός μου.

Να πω την αλήθεια λιγουρεύομαι

κι ένα καινούργιο σώμα να κάθομαι στα μίλια του

και να χαϊδεύω τις αέρινες ρυτίδες της θαλάσσης.

Αλλά θα επικρατήσει τελικά η λογική

του σώματος ετούτου που διαθέτω.

Άπαντα τα λάμδα της θαλάσσης

προσεκτικά να τ’ ανεβάζει ένα ένα

μέσα σε διάφανα μπλε σταγονίδια μη σπάσουν

ο γερανός του γλάρου.

Ποια θάλασσα;

Σκέτο νερό πειρατής οφθαλμαπάτης.

Πρόσφυγας εκ της μακρινής κοσμογονίας.

Εκμαυλιστικά απέραντο χάρη στις βαραθρώσεις

σχιζοειδής οξυθυμίες αρχικά του σύμπαντος.

Οφθαλμοπόρνος της ιερόδουλης φυγής.

Ποια θάλασσα;

Καιρός να επικρατήσει η λογική

του σώματος ετούτου που διαθέτεις.

Ντύσου και κολύμπα.

(Απαγορεύεται η ρίψις δακρύων.

Είναι που είναι από μόνη της αλμυρή

λύσσα η ωριμότης).

Νίκος Λύτρας, Θαλασσογραφία, 1925, Εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη

Ο Ουρανός – Μανόλης Αναγνωστάκης, Ο Στόχος, Εκδόσεις Νεφέλη

Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου

Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου

Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος

Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα

Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει

Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα

Να τα συλλαβίσουμε μαζί

Να τα μετρήσουμε ένα ένα

Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.

Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.

Δεν περνούν αποδώ ξυλοκόποι.

Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Δύο παιδιά στην παραλία, 1919, Εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη

Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει –  Σάμιουελ Μπέκετ

Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει
ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου
πάνω σ’ εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με
καταδιώκει

και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε

αγαπημένη στιγμή σε βλέπω
μέσα σ’ αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
όπου δε θα ‘χω παρά να πατήσω σ’ αυτά τα μακριά
κινούμενα κατώφλια
και θα ζήσω
όσο ν’ ανοιγοκλείσει μια πόρτα

Χρωμοτυπία από το έργο “Καλοκαίρι” του Γιάννη Μόραλη, 1999.

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (Απόσπασμα)  – Γιάννης Ρίτσος, Εκδόσεις Κέδρος

Ανεβήκαμε στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε

λουλούδια από τον ουρανό.

 Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που

περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα

του ήλιου.

 Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.

 Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα

δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή.

 Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται

στο νερό.

 Τα βράδια οι ακακίες περνούν απέξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε

το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο.

 Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των

αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του

μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και

τρυφερό σαν ου Χριστού.

 Χτες και προχτές, όλη νύχτα, πασκίζαμε να μετρήσουμε τ’ άστρα.

 Και τ’ άστρα είναι τόσα, όση κι η καρδιά μας, κι η καρδιά μας είναι

πιο πολύ απ’ τ’ άστρα. […]

Γιώργος Σταθόπουλος