Τα συναισθήματα που μου προκαλούσαν τα χρώματα της θάλασσας ήταν ό,τι πολυτιμότερο μπορούσα να νιώσω ως παιδί. Στα αθώα παιδικά μάτια μου κάθε χρώμα της ήταν ένα ξεχωριστό ρούχο που φορούσε για να υποδεχτεί το φως του ήλιου, της σελήνης και των αστεριών. Άλλοτε ντυμένη στο βαθύ μπλε, άλλοτε στο γαλαζοπράσινο, το απαλό θαλασσί, το κυανό και το χρυσαφί, η θάλασσα είχε ένα μοναδικό τρόπο να προσαρμόζεται σε κάθε στιγμή της ημέρας, προσκαλώντας το φως να χαϊδέψει τα νερά της, να καθρεφτιστεί πάνω τους και να παίξει μαζί τους αδιάκοπα. Όταν ξημέρωνε το πρωϊνό, είχε μία εξωστρέφεια και μία ανεμελιά, παρασέρνοντας στους αφρούς της μικρούς και μεγάλους, ενώ όταν την επισκεπτόταν το δειλινό, εκδήλωνε μία εσωτερικότητα και μία μοναχικότητα, στοιχεία που της επέτρεπαν να στοχάζεται και να ονειροπολεί…

Αναπολώ με νοσταλγία εκείνα τα καλοκαίρια στη Νάξο που παρατηρούσα τη θάλασσα να μεταμορφώνεται και να με κατακλύζει με υπέροχες εικόνες…Η παραλία της Αγιασσού, όπου είχαμε ζήσει ένα μεγάλο κομμάτι των παιδικών μας χρόνων μαζί με τον αδελφό μου, είναι φυλαγμένη στην καρδιά μου σαν την πιο ισχυρή παιδική ανάμνηση. Οι ήχοι των κυμάτων μας κρατούσαν συντροφιά όλες τις ώρες της ημέρας, τα γλαροπούλια επισκέπτονταν την ακτή νωρίς το πρωί, με την ανατολή του ήλιου, και οι αλμυρίδες μας δρόσιζαν με τη σκιά τους, καθώς το αεράκι φυσούσε απαλά.

Η Αγιασσός υπήρξε πάντοτε ένας φιλόξενος τόπος για μας. Ήταν η θάλασσα των παιδικών μας χρόνων στην οποία περνούσαμε ξέγνοιαστα τα καλοκαίρια μας. Εξέπεμπε οικειότητα και ζεστασιά, καθώς ήταν συνδεδεμένη με τις οικογενειακές μας διακοπές. Κάτω από τη σκιά των αλμυρίδων, στην ταβέρνα που γευματίζαμε, συγκεντρωνόμασταν όλοι οι ταβλαδόροι, έτοιμοι να μονομαχήσουμε ζάρι με ζάρι και να αναμετρηθούμε στα πολυαγαπημένα μας παιχνίδια πλακωτό και ασσόδυο. Έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου η μανία με την οποία ρίχναμε τα ζάρια, ενώ κρατούσαμε τα πούλια ανήσυχα στα χέρια μας, προετοιμάζοντας την επόμενη κίνηση. Φυσούσαμε, ξαναφυσούσαμε τις χούφτες μας, ώστε να μας χαμογελάσει η τύχη στην επόμενη ζαριά.

Κάθε στιγμή μας στην Αγιασσό ήταν γεμάτη από την αθωότητα και τον αυθορμητισμό που χαρακτήριζαν την παιδική μας ηλικία.  Απολαμβάναμε την συντροφιά της θάλασσας κάθε λεπτό και με κάθε τρόπο. Ο αδελφός μου καθημερινά πήγαινε για ψάρεμα νωρίς το πρωί, έχοντας συλλέξει από την προηγούμενη μέρα πεταλίδες, τις οποίες χρησιμοποιούσε ως δόλωμα για τα ψαράκια που ανίδεα πλησίαζαν, προκειμένου να βρουν τροφή. Αγαπούσε πολύ το ψάρεμα! Έτσι, αφιέρωνε ώρες ολόκληρες, καρτερώντας υπομονετικά για τη στιγμή που ένα ψαράκι θα πιανόταν στο δόλωμα. Όταν συνέβαινε αυτό, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά του.

Δίπλα του στεκόμουν και εγώ, κρατώντας του συντροφιά και αναζητώντας τρόπους με τους οποίους μπορούσα να συλλέξω τους αχινούς που αμέριμνοι ξεκουράζονταν στα γειτονικά βραχάκια. Πλησίαζα αργά αργά, τοποθετώντας την παλάμη μου στην βραχώδη επιφάνεια πάνω στην οποία ακουμπούσε ο αχινός, κάτω ακριβώς από τα αγκάθια του. Αυτή η περιοχή ήταν πολύ μαλακή, έτσι ήμουν σε θέση να τον ξεκολλήσω χωρίς να τρυπηθώ. Μόλις έπιανα τον αχινό στα χέρια μου, παρατηρούσα τα αγκάθια του να κινούνται και τη μαλακή περιοχή στο εσωτερικό τους να κατευθύνεται πότε προς τα μέσα και πότε προς τα έξω. Κρατούσα στα χέρια μου ένα ζωντανό θαλάσσιο ον και αυτό με συνάρπαζε.

Όταν έπεφτε η νύχτα, όλα τα παιδιά κατευθυνόμασταν προς την παραλία, ξαπλώναμε στην αμμουδιά και αγναντεύαμε τα αστέρια που λαμπύριζαν πάνω στο βαθύ μπλε πέπλο τους. Συζητώντας και γελώντας ασταμάτητα, αφουγκραζόμασταν τους ήχους των κυμάτων που έσκαγαν στην ακτή. Κάπου κάπου ένα πεφταστέρι έκανε αισθητή την παρουσία του στον καλοκαιρινό ουρανό, γεμίζοντας έκπληξη και χαρά τα πρόσωπα όλων μας. Αργά τη νύχτα ο αδελφός μου κατευθυνόταν στις βραχώδεις περιοχές της Αγιασσού, συντροφιά με τον καλύτερό του φίλο που επίσης αγαπούσε το ψάρεμα. Φορώντας έναν φακό τον οποίο στερέωνε στο μέτωπό του και εντοπίζοντας το καταλληλότερο σημείο για τη νυχτερινή ψαριά, ο αδελφός μου τοποθετούσε ειδικά δολώματα για το ψάρεμα της σμέρνας. Για τους μικρούς επίδοξους ψαράδες, ωστόσο, το ψάρεμα της σμέρνας δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, για αυτό το λόγο ήταν απαραίτητη η καθοδήγηση ενός μεγαλύτερου και πιο έμπειρου ψαρά. Έτσι, όταν το επόμενο πρωί η σμέρνα είχε πιαστεί στο δόλωμα, οι δύο φίλοι χοροπηδούσαν από τη χαρά τους.

Σε αυτές τις βραχώδεις περιοχές σχηματίζονται πανέμορφα λιμανάκια τα οποία λάτρευα να εξερευνώ. Εκεί, μπορούσα να διακρίνω και να συλλέξω λογής λογής βότσαλα και χαλίκια, ενώ συγχρόνως θαύμαζα την άγρια ομορφιά που δημιουργούσαν οι βράχοι που τα περιέβαλλαν. Μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά είχαμε εντοπίσει σημεία από τα οποία κάναμε τις βουτιές μας πάντοτε με προσοχή, διότι πολλές σμέρνες είχαν τις φωλιές τους στο εσωτερικό των βράχων αυτών. Πέρα όμως από τα μικρά λιμανάκια, τις ημέρες με κακοκαιρία, η ακτή ξέβραζε διαφόρων ειδών κοχύλια, βότσαλα και ξύλα σε παράξενα σχήματα. Τόσο εγώ, όσο και η μητέρα μου τα συλλέγαμε με περίσσιο ενδιαφέρον και στη συνέχεια, τα τοποθετούσαμε σε γυάλινα μπουκαλάκια γεμάτα με νερό. Δημιουργούσαμε, με αυτό τον τρόπο, τη δική μας προσωπική ανάμνηση από το καλοκαίρι στην Αγιασσό.

Τις ημέρες του χειμώνα, χαζεύοντας το- γεμάτο βότσαλα και κοχύλια μικρό μπουκαλάκι, ζωντανεύουν στη μνήμη μου εικόνες με άρωμα αλμύρας…Ο χρόνος για λίγο παγώνει στους ήχους των κυμάτων, στη μυρωδιά της θάλασσας και στο χάδι του αέρα που φυσά απαλά κάτω από τις αλμυρίδες.

Κωνσταντίνα Μιχάκη