Πολλούς ανεκπλήρωτους πόθους
γέμισαν τα σώματα.
Τ’ ακούς που τρίζουν σα γερασμένες αυλόπορτες,
όταν όλα είναι βυθισμένα στο σκοτάδι.
Τ’ ακούς που αναστενάζουν πυρακτωμένα,
όταν τα όνειρα θεριεύουν.

Κι εκείνα, άμαθα ακόμα,
δεν ξέρουν πώς να πετάξουν μακρυά,
και τριγυρίζουν πέρα δώθε, στων γειτόνων
τις αυλές,
ζεσταίνοντας για λίγο τις καρδιές τους…
τα μαρτυρούν όμως,
τ’ αναψοκοκκινισμένα μάγουλα
και οι ξάγρυπνες νύχτες.

Ύστερα πάλι τρέχουν να κρυφτούν
στα χείλη των περαστικών,
που σκύβοντας,
την τριανταφυλλιά μας να μυρίσουν,
τα απιθώνουν απαλά
πάνω στα πέταλά της…
Ξεχείλισε κι εκείνη η καημένη
με άπιαστα όνειρα.

Άργησες πάλι ναρθείς,
κι είσαι η μόνη ελπίδα
για το δικό μου ανεκπλήρωτο…
Άργησες,
και γέμισα
τη σκέψη μου με
ανώφελες γρατζουνιές…