Έντεκα παρά κάτι. Σάββατο νομίζω. Κάποιο Σάββατο του οποίου θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια μα όχι το ίδιο. Σαν να ήταν άνθρωπος ένα πράγμα. Πέρασαν και άλλα , δεν γνωρίζω αν ακολουθούν επόμενα μα εκείνο το πρωί θεώρησα πρέπον να εκτιμήσω την ζωή χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιος θάνατος . όπως συνήθως γίνεται. Να την γνωρίσω καλύτερα, να ερωτοτροπήσουμε κάπως , να την αγαπήσω τόσο ώστε να πονέσω όταν χαθεί.

Ο πρώτος ενικός μπορεί να είναι δεύτερος , τρίτος να μεταμορφωθεί σε πλήθος ή να μην έχει πρόσωπο. Με άλλα λόγια αυτό το πρωί και εκείνο το Σάββατο μπορεί να είναι δικό τους η δικό σου.

Σάββατο πρωί λοιπόν, και ήδη άργησα μακρηγορώντας στην προσπάθεια να κοροϊδέψω τον χρόνο. Έντεκα παρά κάτι λιγότερο. Το κεφάλι μου σαξοφώνιζε και το βάρος της σιωπής από ότι με περιέβαλε έπλαθε μια πανδαισία αντιθέσεων εκείνη την στιγμή. Πάνω στην σχεδόν ηδονική παραίτηση μου από κάθε τι ακόμα και το πάτημα μου στο ξύλινο δάπεδο ήταν κουραστικό, ρουφώντας την χρόνια φθορά ,το τρίξιμό του και κάνοντάς το δικό μου. Όλο δικό μου.

Έτριζα ολάκερος στην παραμικρή σκέψη επόμενης κίνησης. Εισέπνεα στον άυλο αέρα όλο το βάρος του κόσμου και εκείνο καθόταν πάνω στα οστά μου, στις αρθρώσεις στους χόνδρους στις σκέψεις μου. Το πρήξιμο στα μάτια μου περιόριζε την ορατότητά μου τόσο ώστε όλα να είναι μια ευθεία γραμμή. Μια άγονη ελπίδας γραμμή.

Γιατί πάλι, ψιθύρισα, και έκλεισα τα μάτια μου. Όχι πάλι, όχι πάλι. έντεκα και μισή ζωή χάθηκε εν ριπή οφθαλμού. Δεν θυμάμαι ποια δύναμη με σήκωσε όρθιο τότε. Μάλλον δεν ήμουν εκεί , έλειπα ήδη. Ένας καφές , δυό τσιγάρα , τρία δάκρια και ξεκίνησα. Η πρωινή τελετουργία του τίποτα έφυγε χωρίς επιστροφή. Αλήθεια θέλω να με πιστέψεις δεν θα ξαναγυρίσει.

Θα πάω μια βόλτα στο κέντρο είπα στον λευκό τοίχο. Η ακινησία του μου εκμυστηρεύτηκε την απογοήτευση του. πάλι εδώ θα γυρίσω , συνέχισα, έτσι και αλλιώς πάντα γυρνάμε σε ότι μας περιορίζει. Διόρθωση : μας προστατεύει.

Δεν ντύθηκα με χρώματα, μην διαφέρω από ότι πρόκειται να συναντήσω και το τρομάξω. Σε λίγα λεπτά μέσα είχα περισυλλέξει με πολύ προσοχή όλα τα επιχειρήματα που θα με απέτρεπαν ,μα συνέχισα. Πίστευε και μη ερεύνα έμαθα σε όλη μου την ζωή σε τι διαφέρει αυτό; Πίστευα σε ανθρώπους που πίστευαν τον Θεό , αλλά εγώ ποτέ δεν τον πίστεψα γι’ αυτό μάλλον είχα περισσότερες πιθανότητες να τον συναντήσω.

Είχε ήδη πάει δύο. Μην γελάς. Εδόθησαν μέσα σε λίγη ώρα αναρίθμητες μάχες με θύματα και θύτες. Με γιατί και πρέπει. Κέρδισε άλλη μια φορά το πρέπει. Οι πόρτες έγιναν περισσότερες από ότι συνήθως και άργησα. Πάτησα με προσοχή τα τετραγωνικά πλακάκια του πεζοδρομίου , αποφεύγοντας με χορευτική μαεστρία τα γραμμικά τους όρια , μην έλθει πάλι στην μνήμη μου πατώντας τα , το απόλυτο κενό που συνάντησα ανοίγοντας τα μάτια μου.

Μύριζα με λύσσα ότι συναντούσα σαν να γεννήθηκα την προηγούμενη στιγμή . Γιασεμιά, καπνός, τσιμέντο φρέσκο, χώμα που μύριζε γέννηση , άκουγα φωνές από τα ψηλά τα σπίτια με τους πατημένους ανθρώπους μέσα τους , άγγιζα κορμούς δέντρων που είχαν χαραχθεί από όντα στο ύψος της νόησης τους και σταμάτησα στην στάση του λεωφορείο. Ευτυχώς δεν με παρατήρησε κανείς, εξέπνευσα και περίμενα.

Η σιωπή της αναμονής έβραζε ταραχή. Αναμνήσεις , βλέπεις. Η νευρικότητα ερέθισε την αντίληψη μου και απέκτησα αισθήσεις για δύο , σαν να βρισκόμουν σε συνεχή κίνδυνο. Έκατσα απαλά στην άκρη από το καταπράσινο παγκάκι που κορόιδευε το γρασίδι, ψευδαίσθηση βλέπεις. Αλλού είσαι , αλλού θέλεις να βρίσκεσαι μα η πραγματικότητα έχει τον τρόπο της να σε κρατάει εκεί.

Μέσα στο λεωφορείο μισόκλεισα τα μάτια μου , να κρατήσω την δύναμη τους. Παιδιά φώναζαν, ένιωθα ανάσες στην πλάτη μου, μύριζα ορμόνες από ξαναμμένα ζευγάρια, και ηλικιωμένους που ανάσαιναν τόσο βαριά, βυθισμένοι στις αναμνήσεις που μόνο εκείνες τους κρατούσαν συντροφιά καθώς τα ψώνια που κουβαλούσαν είχαν βάρος των επιλογών που τους έφεραν σε αυτή την μοναχική θέση.

Ήθελα τόσο να φωνάξω να σταματήσουν όλα, να σταματήσουν να υπάρχουν , να υπάρχω , να γυρίσω πίσω να κοιτάω τον λευκό τον τοίχο με πρησμένο πρόσωπο. Τους άκουγα όλους μέσα μου , πιο βαθιά από όσο ποτέ θα άκουγαν τα αυτιά μου. Και αντιλαλούσαν σε ότι κενό του είναι μου ήθελα απεγνωσμένα να καλυφθεί . Δεν είχα ηλικία , χρώμα , ύψος , φύλο εκείνη την στιγμή. Ήμουν όλοι και κανείς. Ένα με όλα και τίποτα που να μπορεί να τα επηρεάσει, πόσο μάλλον να τα αλλάξει. Συνεπώς όλες οι φωνές ηχούσαν πιο δυνατά από την δική μου. Η ζεστασιά της συντροφιάς βλέπεις.

Όσοι αισθάνονται περισσότερο, κατάλαβα μια στάση πριν φτάσω στο μετρό, είναι αυτοί που φοβούνται περισσότερο τον εαυτό τους. Γεμίζουν τα μέσα τους με αλλοτινές φωνές και καταλαβαίνουν τόσο καλά τους πάντες γιατί υπάρχει μέσα τους το κενό του ίδιου τους του εαυτού. Τα πρόσωπα της μοναξιάς.

Δεν έκοψα εισιτήριο, πάνω στην ταραχή μου δεν πήρα λεφτά, και καπηλεύτηκα την είσοδο κάποιου αγνώστου χωρίς πρόσωπο στο μετρό. Αυτό, γεμάτο σάρκες, νεύρα, ώσεις , επιθυμίες, κουρασμένα πρόσωπα, βαμμένα πρόσωπα , φτηνά, ακριβά ρούχα, σιωπή και ,στασιμότατα για κάποιες στάσεις από την επόμενη ενστικτοκινούμενη επιλογή των. Πονηρά βλέμματα, χαμένα στο μαύρο βλέμματα, φωτιές και ωκεανοί στα μάτια κάποιων, βαριές τσάντες, βαριές αναμνήσεις, χρώματα , ιστορίες έπλεαν στην βουή του βαγονιού. Με θέλει ;πόσα πλήρωσα στο μάρκετ; Βγάζω τον μήνα; Ελεήστε τον φτωχό. Ζεσταίνομαι. Βρωμάει. Γιατί δεν πήρα το αμάξι μου; Μου λείπει. Νύσταξα. Κατουριέμαι. Θεε μου πόσο θα την ήθελα στο κρεβάτι μου. Σήκω να κάτσω εγώ αγενέστατε νεαρέ. Πόσο να κάνει η φούστα που αγόρασε η Μαρία? Κοιτάξτε πόσο όμορφη είμαι. Πόσο μόνος είμαι. Γιατί δεν με κοιτάει κανείς;

Ούρλιαζαν οι σκέψεις μέσα στον χαμένο χρόνο από την μια στάση στην άλλη. Οι άνθρωποι δεν έκανα τίποτα αλλά το μυαλό και η καρδία τους μεγάλωναν ακόμα και τότε. Ανάμεσα σε αυτά τα 3 λεπτά του κενού. Όταν σιωπά και όταν φωνάζει κανείς καταλαβαίνεις ποιος είναι.

Τους κουβάλησα όλους και βγήκα από τον σταθμό. Ένα πλακάκι, δύο πλακάκια , τρία. Κατάφερα να μην πατήσω καμιά γραμμή. Πόσο ευχάριστος είναι ο χορός για να αποφύγω το κενό. Σαν να παίζω με την φωτιά. Ένα διάκενο μακριά είναι η κόλαση αλλά εμείς χορεύουμε στον ρυθμό του φόβου με το βάρος όλου του κόσμου στην πλάτη. Είτε σε μια τσάντα με ψώνια , είτε μέσα στην ψυχή μας.

Επιλογές , απογοητεύσεις, μυρωδιές, ήλιος, σκαλιά, καστανά μαλλιά , ακριβά ρολόγια, ανασφάλειες, και τόσες ανάσες που καμιά δεν ξέρει πότε είναι η τελευταία. Προχώρησα και εγώ στο κέντρο με δεδομένο ότι υπάρχει και επόμενη στιγμή. Λεπτό δευτερόλεπτο.

Μύριζα με λύσσα το άγχος, την χαρά τον φόβο, την απογοήτευση που έπλαθε ένα πέπλο ζεστασιάς πάνω από τα κεφάλια όλων των συνταξιδιωτών μου. Σκαλιά , ήλιος , πλατεία. Όλες οι επιλογές όσω έβλεπα , όλα τα συναισθήματα οι ορέξεις , οι επιθυμίες οι δαίμονες και οι θεοί , οι ορμόνες τα νεύρα τα οστά και το δέρμα τους είχαν κάτι από εμένα. Μοιράστηκα σε όλους γιατί εγώ με κούρασα.

Σάββατο πρωί λοιπόν, και ήδη άργησα μακρηγορώντας στην προσπάθεια να κοροϊδέψω τον χρόνο. Έντεκα παρά κάτι λιγότερο. Το κεφάλι μου σαξοφώνιζε και το βάρος της σιωπής από ότι με περιέβαλε έπλαθε μια πανδαισία αντιθέσεων εκείνη την στιγμή.