Θέρως-Ευσταθία Σκληρού
Άφησε ανοιχτά τα παράθυρα
να νιώσει τον ήχο των κυμάτων.
Μεσουρανούσε ο ήλιος,
θεραπευτής καλός πάνω στην ψυχή της.
Στάθηκε όρθια στο μπαλκόνι
με το λινό λευκό φόρεμα να αγκαλιάζει το κορμί της
κι εκείνη να αγναντεύει την θάλασσα.
Τα μαλλιά της βρεγμένα και αλμυρά έπεφταν στους ώμους της
και τα μάτια της κόκκινα, ήθελαν να διαπεράσουν τον ορίζοντα.
Κι ύστερα ξάπλωσε στην αιώρα.
Το μεγάλο κύμα αγκάλιαζε το λαιμό της,
της κόπηκαν τα γόνατα και η ανάσα.
Απρόσκλητοι επισκέπτες.
Μια σκιά.
Περπατούσαν μαζί στην αμμουδιά,
ενώ το απομεσήμερο έπεφτε γλυκά.
Περίμενε τα φεγγάρια του Αυγούστου.
Τότε εμφανιζόταν ο επισκέπτης.
Ο έρως, ο θέρως!
Βάλσαμο καλό στην ψυχή της.
Είχε νυχτώσει.
Τα τριζόνια ακούγονταν εκκωφαντικά.
Σηκώθηκε από την αιώρα.
Το λινό λευκό φόρεμα είχε τσαλακωθεί
και η θάλασσα είχε γαληνεύσει πια.
Μα κι ο επισκέπτης δεν ήταν πια εκεί.
Άλλωστε δεν ήρθε ποτέ.