Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα καταπράσινες εκτάσεις της χώρας μας να τυλίγονται στις φλόγες, επίγειοι παράδεισοι που στο παρελθόν αποτελούσαν μικρές ανάσες τόσο για τους μόνιμους κατοίκους των περιοχών αυτών, όσο και για τους επισκέπτες που αναζητούσαν πολύτιμες στιγμές ηρεμίας και ξεγνοιασιάς κοντά στη φύση. Η χλωρίδα και η πανίδα της χώρας μας έχει πληγεί σε καταστροφικό βαθμό, καθώς πάνω από 650.000 στρέμματα σε Εύβοια, Αττική και Λακωνία έχουν γίνει στάχτη. Η ψυχή όλων μας σπαράζει, αντικρύζοντας εικόνες ασύλληπτης καταστροφής, αγωνιώντας, συγχρόνως, για την πορεία που ακολουθούν τα μέτωπα της πυρκαγιάς, κατευθυνόμενα προς τους οικισμούς που βρίσκονται κοντά στις δασικές εκτάσεις. Οι πυροσβέστες, οι εθελοντές και οι κάτοικοι των περιοχών που απειλούνται, καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες στη μάχη με τις φλόγες, ενώ ολόκληρη η χώρα παρακολουθεί συγκλονισμένη τις εξελίξεις.

Η αγωνία, η θλίψη και η οργή για την τεράστια οικολογική καταστροφή που έχει υποστεί η χώρα μας, προκαλούν μοιραία μία σειρά από ερωτήματα, σχετικά με τις αιτίες του φαινομένου των πυρκαγιών στην Ελλάδα και τις λύσεις στις οποίες χρειάζεται να προβούμε όλοι μαζί για την αντιμετώπισή του. Ο καθηγητής Νίκος Μάργαρης, στις 16 Μαϊου 1999 είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Το Βήμα» ένα εξαιρετικά επίκαιρο κείμενο στο οποίο αναλύεται το φαινόμενο των πυρκαγιών στη χώρα μας. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, καθώς ευνοούνται από «το ιδιότυπο μεσογειακό κλίμα, με το μακρύ, θερμό και άνυδρο καλοκαίρι». Η μόνη ενδεδειγμένη λύση για την αντιμετώπιση της διαταραχής που προκλήθηκε στο δάσος από την φωτιά, αποτελεί η αναδάσωση. Ο καθηγητής, στη συνέχεια, επισημαίνει πως οι ιθύνοντες της παραπάνω άποψης, αγνοούν ότι «ένα καμένο πευκοδάσος έχει τη δυνατότητα φυσικής αναγέννησης με τα χιλιάδες πευκάκια που φυτρώνουν μετά τα πρωτοβρόχια», ενώ στη συνέχεια, υπογραμμίζει πως η βόσκηση γιδοπροβάτων, η καταπάτηση και μετατροπή των δασών σε αγροκτήματα, χωράφια και οικόπεδα εμποδίζουν τη φυσική τους αναγέννηση.

forest on fire
Photo by Pixabay on Pexels.com

Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι χώρες γύρω από τη Μεσόγειο και την Καλιφόρνια, το βόρειο ημισφαίριο και το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στη Νότιο Αφρική, τμήμα της Αυστραλίας και η κεντρική Χιλή απειλούνται συστηματικά από το φαινόμενο των πυρκαγιών. Τα μέτρα, ωστόσο, που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό τους, δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί στη χώρα μας. Την περίοδο που δημοσιεύτηκε το άρθρο, οι πυρκαγιές είχαν παρουσιάσει σημαντική άνοδο, τόσο σε αριθμό, όσο και σε ένταση με καταστροφικές συνέπειες, ειδικότερα, στα πευκοδάση της χώρας μας, οι οποίες δυστυχώς εξακολουθούν να υφίστανται έως σήμερα.

Η αποκατάσταση των διαταραχών που προκαλούνται στα δάση από τις πυρκαγιές, δεν μπορεί να επιτευχθεί βεβιασμένα και αυθαίρετα. Πρέπει να μελετηθεί από τους ειδικούς, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένες πολύ σημαντικές παραμέτρους. Πρώτη παράμετρος αποτελεί η δυνατότητα των φυτών της χώρας μας, τα οποία συναντάμε σε περιοχές μεσογειακού κλίματος, να προσαρμόζονται για «να επιβιώσουν κατά τη διάρκεια της φωτιάς και να επανέλθουν ύστερα από αυτή». Η γνώση της προσαρμογής των φυτών είναι πολύτιμη για μία όσο το δυνατόν πιο αποδοτική αποκατάσταση των διαταραχών που προκλήθηκαν από την πυρκαγιά. Τα πεύκα, παραδείγματος χάρη, μπορούν να επανέλθουν «μόνο με τη φύτρωση των σπόρων τους», μία διαδικασία εξαιρετικά χρονοβόρα. Συνεπώς, η δημιουργία νέων χώρων πρασίνου, σύμφωνα με τον καθηγητή, δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνει τα παραπάνω φυτά. Τα πευκοδάση παρουσιάζουν αυξημένη φυσική αναγέννηση, επομένως, η αναδάσωση δεν είναι αναγκαία. Οι καμένοι θαμνώνες, όπως πουρνάρια, αγριελιές, κουμαριές, συκιές, μυρτιές, δάφνες, φυλίκια και αριές, επίσης, μπορούν να επανέλθουν σε διάστημα μικρότερο των 10 ετών.

Δεύτερη εξίσου σημαντική παράμετρος αποτελεί η αξιοποίηση -σε παλαιότερες εποχές- της ξυλείας του πευκοδάσους από τους πληθυσμούς που διέμεναν κοντά σε αυτό για τις ανάγκες της ναυπηγικής και της ξυλουργικής. Πιο συγκεκριμένα, «τα μικρότερα κλαδιά έδιναν τα καυσόξυλα, απαραίτητα για το μαγείρεμα και τη θέρμανση. Τα λεπτά κομμάτια ήταν το προσάναμμα γνωστό στους παλαιότερους με το όνομα δαδί. Από τον φλοιό του πεύκου έβγαζαν το κατράμι, απαραίτητο στη ναυπηγική για τη στεγανοποίηση». Επίσης, αξιοποιούσαν τη ρυτίνη την οποία προσέθεταν στη ρετσίνα, στο νέφτι και στις τεχνητές οδοντοστοιχίες. Οι ρυτινοσυλλέκτες στήριζαν την επιβίωσή τους στην παρουσία των πεύκων. Είχαν στην ιδιοκτησία τους δέντρα έκτασης 20 στρεμμάτων δάσους, τα οποία φρόντιζαν με επιμέλεια από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο καθημερινά, καθαρίζοντας το δάσος με προσοχή, ενώ παρέμεναν σε ετοιμότητα για ενδεχόμενο ξέσπασμα πυρκαγιάς. Με αυτά τα δεδομένα, συμπεραίνουμε πως οι παραπάνω πληθυσμοί λειτουργούσαν ως φύλακες και προστάτες του πευκοδάσους.

green tree near green plants
Photo by mali maeder on Pexels.com

Με την πάροδο των χρόνων, οι ξυλόσομπες αντικαταστάθηκαν από τα καλοριφέρ, τις σόμπες πετρελαίου και υγραερίου και το μαγείρεμα έπαψε να γίνεται με ξύλα, αλλά με ηλεκτρισμό και πετρογκάζ. Επιπλέον, οι ναυπηγοί αντικατέστησαν το κατράμι, το οποίο παρασκεύαζαν από το ξύλο του πεύκου και αξιοποιούσαν για την αδιαβροχοποίηση των καϊκιών, με νέες συνθετικές ουσίες. Η ξυλεία μαζί με άλλες μορφές οικονομικής εκμετάλλευσης συνέβαλαν καθοριστικά στην φυσική αναγέννηση του πευκοδάσους. Η διακοπή, ωστόσο, των παραπάνω δραστηριοτήτων οδήγησε «τα πευκοδάση μας σε γήρανση, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο περιβάλλον».

Η γήρανση του πευκοδάσους σε συνδυασμό με τη διαρκή συσσώρευση ξύλων, τα οποία αποτελούν καύσιμη ύλη, αφ’ ενός, πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης πυρκαγιάς, και αφ’ ετέρου, καθιστούν την ένταση της φωτιάς ισχυρότερη, ενώ ελαχιστοποιούν τη δυνατότητα ελέγχου μίας ενδεχόμενης πυρκαγιάς με καταστροφικές συνέπειες, τόσο για το περιβάλλον, όσο και για την ανθρώπινη ζωή. Επιπρόσθετα, σε παλαιότερες εποχές η κατά κεφαλήν παραγωγή απορριμμάτων ήταν σαφώς πολύ μικρότερη, καθώς όλα τα αγαθά αξιοποιούνταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως παραδείγματος χάρη, οι φλούδες από το καρπούζι που αποτελούσαν τροφή για τις κότες και τις γίδες. Σήμερα χωματερές και σκουπιδότοποι εντοπίζονται σχεδόν παντού, ενώ ο κίνδυνος μίας πιθανής αυτανάφλεξης είναι υπαρκτός και διαρκής. Ακόμη, η κινητικότητα των ανθρώπων στις μέρες μας έχει αυξηθεί δραματικά με αποτέλεσμα η επαφή με τα πευκοδάση να είναι συχνότερη σε σχέση με το παρελθόν. Η κινητικότητα αυτή μπορεί να οδηγήσει σε εμφάνιση πυρκαγιάς, ειδικότερα, τους καλοκαιρινούς μήνες. Τέλος, «ξερές πευκοβελόνες φθάνουν ­ και συχνά γεμίζουν ­ τις παρυφές του οδοστρώματος», συνεπώς, «τόσο ο αμελής που πετά το αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο όσο και ο κακοήθης που στοχεύει στον εμπρησμό έχουν αυξήσει κατακόρυφα την πιθανότητα πυρκαγιάς».

forest tree fire hot
Photo by Pixabay on Pexels.com

Με αυτά τα δεδομένα, ο καθηγητής Νίκος Μάργαρης υπογραμμίζει ότι η αδιαφορία και η εσφαλμένη διαχείριση οφείλονται για τη συχνότητα του φαινομένου των πυρκαγιών στη χώρα μας. Αναλυτικότερα, τα υπέργεια μέρη των φυτών εμπεριέχουν άζωτο, το οποίο «είναι στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή, μια και είναι κύριο συστατικό των πρωτεϊνών και των ενζύμων, χωρίς την παρουσία των οποίων ο μεταβολισμός σταματά». Η φωτιά μπορεί να εξαλείψει το 95% του αζώτου. Παρ’ όλα αυτά, «την πρώτη χρονιά μετά τη φωτιά γίνεται ενεργοποίηση της φύτρωσης των σπερμάτων των ψυχανθών φυτών. Τα ψυχανθή, όπως το άγριο τριφύλλι, έχουν στις ρίζες τους αποικίες μικροοργανισμών με τους οποίους δεσμεύουν από την ατμόσφαιρα άζωτο. Με τον τρόπο αυτό επαναφέρουν στο έδαφος το άζωτο που χάθηκε με τους καπνούς της φωτιάς, επιτρέποντας έτσι την αύξηση των άλλων φυτών που φύτρωσαν ή επανέρχονται με παραβλαστήματα». Οι κτηνοτρόφοι, από την άλλη πλευρά, γνωρίζουν ότι τα ψυχανθή είναι άριστη τροφή για τα ζώα τους. Επομένως, τους επιτρέπουν να βοσκήσουν στην καμένη περιοχή την πρώτη χρονιά μετά τη φωτιά. Εφόσον, λοιπόν, τρώγονται τα ψυχανθή, διακόπτεται η επαναφορά του αζώτου με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του δάσους.

Ο Νίκος Μάργαρης, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν, προτείνει την απαγόρευση της βόσκησης στις καμένες περιοχές και τη λήψη ισχυρών μέτρων προστασίας για την αποκατάσταση της βλάβης που προκλήθηκε από την πυρκαγιά με τη φυσική αναγέννηση των δασών.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΜΙΧΑΚΗ