Το δάσος εκείνο
το αγάπησα όσο το σώμα σου
το ήξερα όπως το σώμα σου,
σπιθαμή προς σπιθαμή.
Σου έμοιαζε.

Είχε όμοια την ανάσα σου
δεν είχε ελιές
όπως εσύ
μα είχε σκιές,
είχε δροσιές
σαν τις ώρες
που βγαίνεις απ΄το μπάνιο
γεμίζοντας το σπίτι μου νερά
ρίχνοντας έναν βαθμό τη θερμοκρασία.

Είχε υψώματα και πλαγιές
θανατερά φαράγγια
και λιμνούλες με νερό,
σαν να βλέπω το κορμί σου
απλωμένο γατίσια στον καναπέ
ήσυχο και κάθιδρο.

Το δάσος αυτό,
μου χάρισε έναν κορμό
δέντρου ν΄αγκαλιάζω
έναν κορμό να κρύβομαι πίσω του
στις αφόρητες μέρες
στις δύσκολες ώρες.
Έναν κορμό σαν τον δικό σου
ψηλό και φιλεύσπλαχνο.

Γύρισες πάλι απ’τις διακοπές καμμένος
λες και δεν είπα να προσέχεις.

Το δέρμα σου κάηκε
το δασάκι μου κάηκε

-δε στο είπα –
και μετανιώνω πικρά
που ούτε πρόλαβα να στο δείξω,
“του χρόνου θα΄ρθω στο χωριό”
όλο μου΄λεγες
κι όλο τα νησιά σε κερδίζανε.
Μας έφαγαν οι καλοκαιρινές αναβολές.

Καμμένα δάση και καμμένα σώματα
αυτός είναι ο τόπος μας τα καλοκαίρια.
Δε βαριέσαι,
κι απ΄τα δύο μόνο στάχτες μένουν.
Στάχτες αναμνήσεων,
στάχτες χαδιών.