Το φως

   Πάντα οι άνθρωποι προτιμούσαν τον Ήλιο. Με τις χρυσαφένιες ανταύγειες του έλουζε κάθε πρωί το διαμέρισμα. Το διαμέρισμα φωτιζόταν κάποτε ολόκληρο, κάποτε κατά μέρη. Όπου υπήρχε σκοτάδι, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τεχνητό φως για δουν- φακούς, κεράκια και λάμπες-αλλά σαν το φως του Ηλίου δεν υπήρχε. Και το ήξεραν πολύ καλά. Απλώς μερικές φορές ξεγελούσαν τους εαυτούς τους γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς.

Το σκοτάδι

  Κάποια δωμάτια του σπιτιού είχαν μόνιμα καμένες τις λάμπες και δεν τα έβλεπε καθόλου ο Ήλιος. Ήταν πάντα κρύα και τρομακτικά, γι’ αυτό και οι άνθρωποι δεν τα επισκέπτονταν σχεδόν καθόλου. Άντε να κοιτούσαν λίγο μέσα από τις κλειδαρότρυπες, αλλά μόλις έβλεπαν το σκοτάδι, το Χάος, γρήγορα έτρεχαν στα φώτα της κουζίνας. Απέφευγαν αυτά τα δωμάτια, που ονομάζονταν αποθήκες. Προτιμούσαν το σαλόνι, όπου γινόντουσαν οι συγκεντρώσεις και οι γιορτές ή την κουζίνα, όπου απολάμβαναν τα καλύτερα φαγοπότια. Ακόμη και την κρεβατοκάμαρα φοβόντουσαν μερικοί, γιατί εκεί λέει γεννιούνταν τα όνειρα. Και τα όνειρα για κάποιους θεωρούνταν επικίνδυνο πράγμα.

   Το πιο τρομακτικό της υπόθεσης, πιστεύω, δεν είναι τα σκοτεινά δωμάτια. Είναι ο φόβος των ανθρώπων για αυτά. Και ακόμη πιο τρομακτικό είναι πως φοβούνται να ονειρευτούν. Κάναμε τα όνειρα απαγορευμένα και τους ονειροπόλους φαντασιόπληκτους. Ακόμη, ποτέ δεν προσπαθήσαμε να ξεκλειδώσουμε τα σκοτεινά δωμάτια. Να δούμε τι υπάρχει μέσα. Κάποιοι πεθαίνουν, χωρίς να τα έχουν ποτέ ξεκλειδώσει. Αυτοί φαίνονται αρκετά χαρούμενοι. Αυτοί που τα ανοίγουν, πληρώνουν το τίμημα της αμφιβολίας. Προβληματίζονται, ανησυχούν. Αμφιβάλλουν για τον ίδιο τους τον εαυτό. Μπορεί να μην τους δεις πάντα χαρούμενους, αλλά πάντα αντέχουν. Και αντέχουν γιατί έχουν λάβει το δώρο της μερικής πάντα, αυτογνωσίας.

   Ένα διαμέρισμα η ψυχή μας και τα δωμάτια τα μέρη της. Άλλα τα επισκεπτόμαστε συχνά, αποζητώντας ηδονή, χαρά, αγάπη, έρωτα, ευτυχία, καλοτυχία και συντροφιά. Άλλα τα φοβόμαστε, γιατί εκεί είμαστε μόνοι, εκεί δεν βολευόμαστε τόσο εύκολα, δεν έχει καναπέδες και μαξιλάρια, στρώματα και σεντόνια, φαγητό και νερό. Εκεί κοιμόμαστε στο πάτωμα. Εκεί ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα πάθη μας, τις πιο ενδόμυχες σκέψεις μας. Τις κακές μας στιγμές. Την θλίψη, το κλάμα, την απόγνωση.

  Ας μπούμε στα σκοτεινά δωμάτια και ας αφήσουμε τον Ήλιο να μπει μέσα. Ο φακός και οι λάμπες δεν βοηθούν. Μόνο ο Ήλιος πηγάζει από μέσα μας. Ας αφήσουμε αυτά τα δωμάτια να εμφανιστούν, ας τα αφήσουμε να υπάρξουν. Και ύστερα ας τα γκρεμίσουμε. Και ας χτίσουμε άλλα. Και ας είναι αυτή η ζωή μας. Γκρέμισμα και χτίσιμο, γκρέμισμα και χτίσιμο. Γιατί έτσι, δεν θα έχουμε τίποτα να χάσουμε.

Ρωξάνη Τσώνη