L’Arrêt du Temps
Η ατμόσφαιρα είχε μια ανεπαίσθητα υγρή αίσθηση, η κορυφή του Πύργου του Άιφελ φιλούσε τον ανέφελο ουρανό και οι πλανόδιοι καλλιτέχνες συνέθεταν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό δημιουργίας. Το γωνιακό μπιστρό στο Τροκαντερό, είχε τη συνηθισμένη πρωινή κίνηση, με τους θαμώνες να απολαμβάνουν ένα διάλειμμα από την καθημερινότητα, οι περισσότεροι σκορπισμένοι στα εξωτερικά τραπεζάκια του.
‘’L’Arrêt du Temps Café’’, έγραφε η φιλοτεχνημένη με πένθιμα χρώματα ταμπέλα. Τα πορσελάνινα σερβίτσια, οι μεγάλοι καθρέφτες, το ασπρόμαυρο πάτωμα, η απουσία ρολογιών και τα ηλιοτρόπια στα βάζα, δημιουργούσαν ένα ονειρικό σκηνικό.
Ένας κύριος στη γωνία, στο τελευταίο τραπέζι, έγραφε ασταμάτητα σε ένα ημερολόγιο. Φαινόταν μεσήλικας, αν και μάλλον, ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που ο χρόνος δεν βρίσκει τον τρόπο να τους ‘’σημαδέψει’’. Είναι αυτό το είδος ‘’απροσδιόριστης ηλικίας’’, ίσως επειδή ποτέ δεν πήραν το χρόνο στα σοβαρά. Καθόταν μόνος, γράφοντας με μια ακριβή πένα, την οποία κάθε λίγο άφηνε στο τραπέζι, δίπλα από το καπέλο του. Φορούσε μπεζ λινό κοστούμι με τιράντες και λευκό πουκάμισο με διακριτικά χρυσά μανικετόκουμπα. Έμοιαζε με χαρακτήρα βιβλίου που ξεπήδησε από άλλη εποχή, λίγο μποέμ και λίγο αφηρημένος.
Κάθε φορά που η πένα του αποχωριζόταν για λίγο τις άκρες των δαχτύλων του, αναρωτιόμουν ποια θα είναι η επόμενή του κίνηση. Το πρόσωπό του φαινόταν πράο κάτω από το απαλό φως αλλά τα μάτια του πρόδιδαν μια απροσδιόριστη αγωνία. Μάλλον αυτό που έγραφε είναι πολύ σημαντικό για τη ζωή του. Κάπου-κάπου, έριχνε μια φευγαλέα ματιά στους παρευρισκόμενους. Ξαφνικά κάρφωσε το βλέμμα του επάνω μου, ενώ αντιλήφθηκα ότι μάλλον τον παρατηρούσα πολύ ώρα. Τα μαγουλά μου καίγονταν από ντροπή.
–Έλα, μου λέει δείχνοντάς μου την απέναντι καρέκλα στο τραπέζι του. Προχωρώ προς το μέρος του, χωρίς να μπορώ να καταλάβω πώς μου ήρθε να πάω τόσο άνετα να κάτσω με έναν άγνωστο.
– Σου αρέσει η γραφή;
Γνέφω καταφατικά, ενώ τον κοιτώ αποσβολωμένη.
-Γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Συχνάζω εδώ. Μου αρέσει αυτό το μέρος, με εμπνέει. Έχω πολλή δουλειά ακόμη. Δεν γίνεται να μην είσαι καλλιτέχνης στο Παρίσι, μου λέει με σιγουριά.
Του χαμογελώ συγκαταβατικά.
-Το ξέρεις ότι τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι γαλλικά; Η γλώσσα, το φιλί, η γαστρονομία, το κρασί, η τέχνη της ζωής.
Η χροιά της φωνής του είναι όπως και το παρουσιαστικό του: καθαρή, βαθιά ευγενική, με μία δόση αισθησιασμού. Μόνο τον κοιτώ, χωρίς να λέω λέξη. Σχεδόν κρατώ την αναπνοή μου για να μη χαλάσω τη μαγεία αυτής της παράξενης συνάντησης και να μη διακόψω τον ειρμό του. Εντελώς απρόσμενα, αφού γράφει δύο αράδες ακόμα, σηκώνεται κάπως βιαστικά, πληρώνει τον σερβιτόρο, παίρνει το καπέλο του και, κάνοντας μια υπόκλιση μου λέει:
–Θα σε ξαναδώ εδώ.
Με αποφασιστικά βήματα, οδηγεί τα καλογυαλισμένα του παπούτσια στην έξοδο. Με το που ανοίγει την πόρτα, ένας δυνατός αέρας και μια ξαφνική μπόρα, δημιουργούν μια ολιγόλεπτη αναστάτωση. Όσοι κάθονται έξω, τρέχουν κάτω από τις τέντες ή μπαίνουν μέσα στο μαγαζί για να προστατευτούν από τη βροχή. Ένα σερβίτσιο πέφτει και θρυμματίζεται, καθώς το τακούνι μιας κυρίας μπλέχτηκε στη βάση του τραπεζιού. Το σκηνικό είναι σχεδόν εξωπραγματικό. Η φιγούρα του Πύργου του Άιφελ, διακρίνεται πλέον θολά.
Τη μεγάλη αναστάτωση, ακολουθεί μια απόκοσμη ησυχία. Οι άνθρωποι περιμένουν σχεδόν ακίνητοι, την υποχώρηση του φαινομένου. Είναι σαν να βρίσκομαι σε έρημο σταθμό. Σε αυτό το καφέ, όντως σταματά ο χρόνος, σκέφτομαι, καθώς κοιτώ τον άγνωστο συγγραφέα να ξεμακραίνει. Μετά από μερικά λεπτά, όλα επανήλθαν στην πρότερη κατάσταση. Μου φάνηκε πως, ακόμα και τα ηλιοτρόπια, στράφηκαν ξανά προς το φως του λαμπερού ήλιου.
Εκείνος έφερε τη βροχή, ίσως για να την εντάξει στην ιστορία του.
Μπορεί όμως και να τον ονειρεύτηκα..
Βίκυ Μενεγάκη