Με τα μάτια του Μάνου Λοΐζου
Γράφει ο Γρηγόρης Κατσαρός
«Σαν καλλιτέχνης είμαι ένας δέκτης ευαίσθητος γεγονότων και καταστάσεων που ζούμε καθημερινά όλοι μας. Γεγονότα και καταστάσεις όπως οι αγώνες του λαού μας, ο αγώνας της εργατικής τάξης για το μεροκάματο για καλύτερες συνθήκες ζωής, για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία. Νιώθω τον εαυτό μου πολύ δεμένο μ΄ ορισμένα πράγματα. Από πολύ μικρός είδα παιδιά να πεινάνε και θεώρησα υποχρέωσή μου να μην το ξεχάσω αυτό ποτέ, να κάνω ό,τι μπορώ με την τέχνη μου για λείψει αυτή η δυστυχία.»
– Μάνος Λοΐζος, συνέντευξη στην εφημερίδα «Αυγή» 27/08/1966
Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου το 1937 στην Αλεξάνδρεια και αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους συντελεστές του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού. Εμείς πρωτογνωρίσαμε την φωνή του Λοΐζου ήδη από το σχολείο στις γιορτές με το τραγούδι «Ο δρόμος (είχε τη δική του ιστορία)» και το «Ακορντεόν». Έπειτα, ακούσαμε τραγόυδια του όπως το «Σ’ακολυθώ», το «Όλα σε θυμίζουν» αλλά και το «Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας».
Σ’ ακολουθώ στην τσέπη σου γλιστράω
σαν διφραγκάκι τόσο δα μικρό
Σ’ ακολουθώ και ξέρω πως χωράω
μες στο λακκάκι που ‘χεις στο λαιμό
Έλα κράτησέ με και περπάτησέ με
μες στο μαγικό σου το βυθό
πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου
μη μ’ αφήνεις μόνο θα χαθώΣ’ ακολουθώ και πάνω σου κολλάω
σαν φανελάκι καλοκαιρινό
Σ’ ακολουθώ σ’ αγγίζω και πονάω
κλείνω τα μάτια και σ’ ακολουθώ
Μετρώντας αναρίθμητες συνεργασίες και έχοντας συνεργαστεί με σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως την Χάρις Αλεξίου, τον Γιάννη Νεγρεπόντη, τον Φώντα Λάδη, τον Στέλιο Καζαντζίδη, την Μαρία Φαραντούρη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Γιώργο Νταλάρα και άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες, άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη και μια μεγάλη δισκογραφία.
Ο σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης είχε πει για τον Μάνο Λοΐζο ότι:
«Είχα την ευτυχία και τη χαρά να συναντήσω τον Μάνο Λοΐζο από τα πρώτα του βήματα. Τον θυμάμαι στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, να κάθεται απέναντι μου ώρες αμέτρητες καθώς οι συζητήσεις μας δεν είχαν τελειωμό… Ο Λοΐζος δεν κατασκεύαζε. Και αν το ήθελε, δεν θα μπορούσε. Γεννούσε. Κι αυτό γιατί έτσι το ένιωθε… Τρυφερός και καλός, γινόταν ακόμα πιο τρυφερός και πιο καλός μέσα στην προσπάθεια, τις δοκιμασίες, στον αγώνα. Δεν ήταν πλατάνι ή βαλανιδιά. Ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου!»
-Μίκης Θεοδωράκης, Το Περιοδικό – ΑΝΘΡΩΠΟΙ, Πορτρέτα – 17/09/2015
Η πρώτη του μελοποίηση ήταν το 1962 με το «Τραγούδι του Δρόμου», ένα ποίημα του Λόρκα σε ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου και σε ερμηνεία του Γιώργου Μούτσιου. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς γίνεται αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής όπου στηρίζει του νέους δημιουργούς αλλά και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη.
Σε πεύκο ανέβηκα μεγάλο
να δω πού πήγε τ’ όνειρό μου
μα εγώ δεν είδα τίποτα άλλο
από τον κουρνιαχτό του δρόμου.
Σαν πας στη στράτα στράτα
τον πόλεμο παράτα
γιατί ο καιρός ανοίγει
κι αρχίζει το κυνήγι.
Στου κάστρου την παλιά τη βρύση
σκοτώσαν ένα περιστέρι
πες μου ποιο μάτι θα δακρύσει
και ποιο θα το ζεστάνει χέρι.
Σαν πας στη στράτα στράτα
τον πόλεμο παράτα
γιατί ο καιρός ανοίγει
κι αρχίζει το κυνήγι.
Φύγε απ’ το δρόμο περιστέρι
γιατί θα βγω κι εγώ κυνήγι
κι αν αστοχήσει μου το χέρι
θα ’ν’ η ζωή σου τόσο λίγη.
Σαν πας στη στράτα στράτα
τον πόλεμο παράτα
γιατί ο καιρός ανοίγει
κι αρχίζει το κυνήγι.
«Γύρω στο ’60, αν θυμάμαι, ανοίγει μια νέα εποχή για την ελληνική μουσική, η εποχή του Θεοδωράκη. Κι αυτό κρατάει μέχρι σήμερα, και ο ίδιος ο Θεοδωράκης έχει πάρει πια τη μορφή ενός θρύλου, είτε το θέλουμε είτε όχι. Μέσα σ’ όλα αυτά λοιπόν, και σε πολλά άλλα, αναπτύχθηκε και η δική μου μουσική πορεία. Πρωτόγραψα τραγούδια απ’ τα εφηβικά μου χρόνια κι εξακολουθώ να γράφω, κατά κύριο λόγο γιατί αγαπώ το τραγούδι σαν μορφή έκφρασης, σαν μορφή επικοινωνίας και πολιτικής πράξης πολλές φορές.» – Μάνος Λοΐζος για τον Μίκη Θεοδωράκη

Ο Λοΐζος ήταν επίσης και μεγάλος εκφραστής του πολιτικού τραγουδιού, αφού ο ίδιος πίστευε πως «πρέπει ο καλλιτέχνης να είναι στρατευμένος ιδεολογικά. Το θέμα είναι να μπορείς να είσαι στρατευμένος και συγχρόνως γνήσιος καλλιτέχνης, λέγοντας αυτά που πιστεύεις.» Στη δικτατορία ήταν πολλές φορές στο στόχαστρο λόγω του πολιτικοποιημένου χαρακτήρα των τραγουδιών του και το 1974 δημοσίευσε «Τα Τραγούδια του Δρόμου» που είχαν απαγορευτεί από την λογοκρισία.
Για «Τα Νέγρικα» που γράφτηκαν το 1966 και εκδόθηκαν μετά την Μεταπολίτευση (1975) ο Μάνος Λοΐζος είχε πει σε συνεντευξή του στην ΕΡΤ ότι «Τα Νέγρικα είναι ένα παράδειγμα τραγουδιών που ξεκινάν από ένα κοινωνικό πρόβλημα. […] Ήταν η εποχή που το πρόβλημα των νέγρων κυριαρχούσε μεσ’τη συνείδησή μας, μας απασχολούσε εμάς τους Έλληνες και έτσι γραφτήκαν αυτά τα κομμάτια τα οποία στη συνέχεια βρήκανε μια ανταπόκριση στον κόσμο, όχι πια γιατί ήτανε μόνο το νέγρικο πρόβλημα, αλλά γιατί υπήρχε μια ταύτιση. Δηλαδή ο Έλληνας ταυτιζόταν με τον νέγρο, καθώς έβρισκε στοιχεία καταπίεσης που μοιάζανε με αυτά των νέγρων.»
Ο τελευταίος του δίσκος ήταν τα «Γράμματα στην αγαπημένη» σε στίχους του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ και σε απόδοση του Γιάννη Ρίτσου.
Έφυγε από τη ζωή στις 17 Σεπτεμβρίου το 1982.