Ημέρα πρώτη: Η ματαιοδοξία του επαναλαμβανόμενου

Το συνήθισα αυτό το επαναλαμβανόμενο

Ίσως να φταίει ο ανεμιστήρας με τις θορυβώδεις του περιστροφές, οι διαδρομές πέρα δώθε πέρα δώθε των αστικών χωρίς κλιματισμό με τα παράθυρα ορθάνοιχτα (να μας χτυπήσει ο αέρας να μας κοιμήσει) , οι περιστροφές μας γύρω από τον ήλιο. Και εμείς στάσιμοι ενώ τα πάντα γύρω μας κινούνται ακατάπαυστα.

Στο κενό μεταξύ των συνεχόμενων επαναλήψεων ίσα που προλαβαίνω να ξεφεύγω. Ό,τι μου έχει μείνει χωράει σ’αυτήν την απόσταση φαντάζομαι.

Τι άλλο περιμένεις από εμένα; Τι άλλο περίμενα και εγώ; Πολλή ζέστη έχει και σήμερα, δεν νομίζεις;

Δεν ξέρω πως γίνεται αυτό κάθε φορά. Θέλω να κάτσω στον ήλιο τόσο που θα καώ ολόκληρη, που τα μόρια μου θα τρέχουν τόσο γρήγορα που θα συγκρούονται διαρκώς με τα δικά σου. Τόσο που η ανάσα μου θα γίνεται κοφτή. Και μετά, θα βουλιάζω στο νερό, θα γεμίζω τους πνεύμονες μου αλάτι και όνειρα.

Οι ασπίδες μας μας βοηθούν, που και που, να επιπλέουμε χωρίς ιδιαίτερη δύναμη, εκτός βέβαια αν είναι τόσο βαριές. Ασήκωτες σχεδόν. Και τόσο μεταλλικές που αν ξεχαστούν στον ήλιο ζεματάνε.

Ημέρα δεύτερη: été à Crema

Αθώα βλέμματα, δαγκωμένα χείλη, ιδρωμένες παλάμες, παγωμένα ποτήρια

Κενά σώματα. Γεμισμένα με φθηνό καπνό, γλυκό. Πύλινα αγαλματίδια, πλασμένα σε άλλες εποχές (εκείνες που νοσταλγώ όταν βυθίζομαι στον πάτο της παγωμένης θάλασσας και στρέφω το βλέμμα μου πάνω).

άφοβα

αθόρυβα

ξέγνοιαστα

δεν πιστεύω πια στα ρεύματα που με παρασέρνουν

όπου και να με πάνε θα γυρίσω

στις αδερφές μου

στην ακτή που βρέχεται από ιερά νερά

μπορώ να ξαπλώσω δίπλα σου

να σε παρατηρώ ενώ ντύνεσαι βιαστικά

να ποντάρω στοιχίματα με τον εαυτό μου για το τι μπορεί να σκέφτεσαι

 να σε ρωτάω

να μην απαντάς

ή να μου λες

πλαστές αλήθειες

αφού η πραγματική είναι μία

Δίπλα στον ωκεάνο θα κλέψω το φίλι σου

και θα το φυλάξω βαθιά μέσα μου

στα πιο μικροσκοπικά χρυσά κουτιά του είναι μου

η ύπαρξη είναι εύθραστο γυαλί

μαζί μόνο μπορούμε να το νικήσουμε

να το λιώσουμε , να το κάνουμε λείο

γεννημένοι εραστές

μετά

θα τρέξουμε όσο πιο γρήγορα αντέχουν οι μύες μας

θα τρέξουμε τόσο σε δρόμους ατελείωτους με θέα

θα αλλάζουν οι εποχές και εμείς θα τρέχουμε

αδιέξοδο

γκρεμός

πας να πέσεις

σε πιάνω

πέρασε τόσος καιρός που επικεντρώνομαι στη διαδρομή που ξέχασα φοβάμαι το πρόσωπο σου

όμως σε αγαπώ

αλήθεια

σε αγαπώ

και σου το υπόσχομαι πως καθώς τρέχω ακούω αδιάκοπα τη μελώδια της φωνής σου όταν με φωνάζεις με το όνομα μου

ξανά και ξανά και ξανά και ξανά

ξέχασα φοβάμαι το όνομα σου

το γυαλί μας έπεσε καθώς σε έσωζα

και έσπασε

έσπασε σε άπειρα κομμάτια

που δεν μπορώ να αγγίξω δίχως να κοπώ

το αίμα μου βράζει

-το γυαλί έγινε λίπασμα της θάλασσας βλέπεις-

σε κοιτάω πάλι

βουτάμε;

Ημέρα τρίτη: Τρίχες

Το στομάχι μου μετατράπηκε σε μία τεράστια μαύρη τρύπα με άπειρες μαύρες πεταλούδες να παίζουν κάποιου είδους κρυφτοκυνηγητό ή σκοτεινό δωμάτιο.

Τα πόδια μου έχουν καιρό να νιώσουν το έδαφος. Το υγρό μαλακό χώμα, τον καυτό αυτοκινητόδρομο, το βρεγμένο πλακάκι στο μπάνιο του μικρού μου σπιτιού.

Η μπλε μου σκιά χώνει βαθιά το χέρι της στα σωθηκά μου. Από εκεί βγαίνει νερό, ένας κόμπος τρίχες (πολλές τρίχες) με άπειρο μήκος. Κολλάνε πάνω της και μένουμε ενωμένες οι δυό μας. -Εγώ και η σκιά- μένουμε ενωμένες όπου και αν πάμε.

Εγώ δεν μπορώ να την αγγίζω όμως. Κάθε φορά χάνεται (σαν καλοκαιρινός έρωτας), γίνεται ένα με τον ουρανό όταν έχει λιακάδα και σκουραίνει όταν εκείνος σκοτεινιάζει.

Τα αστέρια γίνονται πινέζες που την κρατάνε σταθερή πάνω από κάποιον τυχαίο αστερισμό που ποτέ μου δεν αναγνωρίζω. Μάλλον θα είναι η Ανδρομέδα.

Και εγώ; Στέκομαι ακίνητη,σιωπηλή με βλεφαρίδες νοπές και ηλιοκαμμένα μάγουλα. Κοιτάζω την φιγούρα μου στο νερό. Τρεμοπαίζει. Όλα μια ψευδαίσθηση, είδες; Μια ηλίθια σύμβαση.

Αν φανταστώ τον ουρανό σαν καθρέφτη είμαι παντού και πουθενά. Γεμίσαμε καθρέφτες και είδωλα. Η πραγματικότητα ποια να είναι; Οι φιγούρες μου είναι τόσες πολλές που πιάνουν κουβεντούλα μεταξύ τους.

Η μία είναι δεκαέξι

Η άλλη πέντε και παίζει για πρώτη φορά πιάνο. Ένα ντο. Ολόκληρο.

Η άλλη είναι μόλις δεκαεννιά.

Η ανάμνηση της τελευταίας μου φιγούρας είναι ακόμη δεκαεννιά. Μα έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε.

Δύο χρόνια αλλά με βάση ποια σχετικότητα; Μοιάζουν σαν δύο δεύτερα κάποια χρόνια και άλλα σαν δύο αιωνιότητες.

Θέτω παντού όρια που όλο τρέχουν προς το άπειρο. Δύο σοκολατάκια μετά το φαγητό, δύο ώρες μέχρι να σηκωθώ, μεχρί τις δύο να έχω αποκοιμηθεί, δύο επεισόδια ακόμα. Δύο οντότητες γίνονται μία και πάνε κόντρα σε εκείνα τα κατεστημένα που τι μας έφταιξαν πια;

Ο δικός μας ο έρωτας είναι ο μεγαλύτερος, ο πιο αληθινός.

Ο δικός μας ο κόσμος ο πιο φωτεινός.

Ζούμε μέσα στις συμβάσεις γιατί όλα μοιάζουν παράλογα δίχως αυτές.

Κάπως παράδοξο νομίζω

Γράφει και φωτογραφίζει η Μιχαέλα Μπελιά