Το δίηγημα του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα μας μεταφέρει στο έτος 1938 στην Σικελία, όπου ζει την συνηθισμένη του ζωή, ο Πάολο Κορμπέρα, ένας νεαρός δημοσιογράφος. Έχει την τύχη μία μέρα να γνωρίσει στο μοναχικό του καφενείο- στέκι τον Γερουσιαστή, ελληνιστή και διδάκτωρ, Ροζάριο Λα Τσιούρα. Ο Κορμπέρα, ανοιχτόκαρδος και ανήσυχος, ενδιαφέρεται να γνωρίζει περισσότερα για την ζωή του φαινομενικά μοναχικού και γεροπαράξενου άνδρα. Ενός άνδρα που κατάφερε να ζήσει έναν αλλότριο έρωτα, έναν έρωτα πέρα από κάθε κοινωνική εμπλοκή, απόκοσμο, μυστήριο και μαγικό. Τον έρωτά του με μία γοργόνα. Ακούγεται τρελό και σουρεαλιστικό, αλλά η περιγραφή της ιστορίας, που ένα βράδυ ο καθηγητής διηγείται στον Κορμπέρα, είναι πολύ συγκινητική.

«Με συγχωρείς, αλλά σε λίγο θα πρέπει να μιλάω χαμηλόφωνα…τα σπουδαία πράγματα δεν μπορεί να τα φωνάζει κανείς», κάπως έτσι αρχίζει την ιστορία του ο Ροζάριο στον Κορμπέρα. Το καλοκαίρι του 1887, στα 23 έτη του, στις 5 Αυγούστου τα ξημερώματα, συντελέστηκε ένα θαύμα. Ενώ ο καθηγητής προετοιμαζόταν να διαγωνιστεί προκειμένου να κερδίσει θέση σε πανεπιστήμιο αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, περιπλανιόταν στην Σικελία ανήμπορος να τα βγάλει πέρα με τον όγκο του διαβάσματος. Τότε, τον πλησίασε ένας φίλος και του πρότεινε, βλέποντας την δυσχερή κατάστασή του, να του προσφέρει το σπίτι του στην Αουγκούστα, σε μία παραθαλάσσια πόλη των ανατολικών ακτών της Σικελίας.  Εκεί θα μπορούσε να μελετήσει πιο ήρεμος, δίπλα στην θάλασσα, μακριά από τους περισπασμούς της πόλης. Ο Ροζάριο δέχτηκε την πρότασή του. Μέσα στην απομόνωσή του και καθώς διάβαζε αρχαία ελληνική φιλολογία και ποίηση, συναναστρεφόμενος μέσα από τα βιβλία του μόνο με θεούς και ημίθεους, ένιωσε μαγεμένος, συνεπαρμένος από μία κατάσταση ιδιαίτερης έξαρσης. Ένα πρωί λοιπόν, πήρε την βάρκα του και στάθηκε κάτω από έναν βράχο. Τότε ανέβηκε ένα μυθικό πλάσμα στην επιφάνεια της θάλασσας και του χαμογέλασε.

«Όμως δεν ήταν ένα χαμόγελο σαν το δικό σας που είναι πάντα μπασταρδεμένο από ένα δεύτερο συναίσθημα (…) εκείνο το χαμόγελο εξέφραζε μόνο τον εαυτό του, δηλαδή μία σχεδόν κτηνώδη χαρά της ύπαρξης, μία σχεδόν θεία ευδαιμονία».

Ο καθηγητής και η γοργόνα έζησαν τον έρωτά τους, μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα. «Στα αγκαλιάσματά μας απολάμβανα μαζί με τις πλέον ισχυρές μορφές πνευματικής ηδυπάθειας και ΄κείνη την στοιχειώδη ηδονή που είναι απαλλαγμένη κι από την μικρότερη κοινωνική εμπλοκή».

Στην περιγραφή του μυθικού πλάσματος συσσωρεύονται τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που πλέον εκλείπουν. Ή ίσως, που δεν υπήρξαν ποτέ. Αθωότητα, αγνότητα, αυθεντικότητα. «Μακριά από κάθε γνώση, άμοιρη κάθε σοφίας, καταφρονώντας κάθε ηθικό περιορισμό, αποτελούσε ωστόσο μέρος της πηγής κάθε γνώσης, κάθε σοφίας, κάθε ηθικής», έτσι περιγράφει ο καθηγητής την γοργόνα.

Η ζωή του Κορμπέρα αναπαριστά την ζωή σχεδόν κάθε σύγχρονου ανθρώπου, μακριά από την ουσία του έρωτα, της ένωσης, της απεμπλοκής από τα κοινωνικά στερεότυπα. Αντιθέτως, το ερωτικό σμίξιμο του καθηγητή με την γοργόνα, ενός πλάσματος από τον βυθό της θάλασσας, το οποίο διδάχτηκε από την ίδια την φύση και αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου, βρισκόταν δηλαδή, μέσα στην ροή της ύπαρξης, ήταν διαφορετικό. Η ένωση του καθηγητή Ροζάριο με την μονάκριβή του γοργόνα είναι ένα μεγάλο χαστούκι σε ό,τι θεωρείται φυσιολογικό, κοινωνικά αποδεκτό, σε ό,τι περιλαμβάνει «μπασταρδεμένα» συναισθήματα και οπορτουνισμό, σε ό,τι αποδεχτήκαμε και συνηθίσαμε. Οι γοργόνες άλλωστε, αν κρίνουμε και από τον μύθο του Οδυσσέα, θεωρούνταν και θεωρούνται μέσα απο την ιστορία, τέρατα, πλάσματα κακά, που παρέσερναν με το τραγούδι τους τους ναυτικούς. Όμως, ο Λαμπεντούζα παρουσιάζει την γοργόνα όχι ως κάτι επικίνδυνο, αλλά ως κάτι που ο άνθρωπος δεν έχει συνηθίσει. Άλλωστε, αυτά είναι τα πιο γοητευτικά πράγματα στην ζωή μας. Αυτά που δεν έχουμε συνηθίσει.

Η γοργόνα ονομαζόταν Λίγεια

«Είμαι το παν γιατί είμαι μόνο ένα ρεύμα ζωής χωρίς γεγονότα», έλεγε

«Είμαι αθάνατη, γιατί όλοι οι θάνατοι χύνονται μέσα μου, από τον θάνατο του ψαριού που καταβρόχθισα πριν από λίγο ως τον θάνατο του Δία. Και μαζεμένοι μέσα μου ξαναγίνονται ζωή, όχι πλέον ατομική και ορισμένη, αλλά καθολική και γι’ αυτό ελεύθερη».

-Λίγεια

Ακούστε το podcast της Lifo και την διήγηση της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, που είναι πραγματικά μαγευτική, σε μετάφραση του Νάσου Βαγενά.

https://www.lifo.gr/podcasts/anagnoseis/i-karyofyllia-karampeti-diabazei-ti-ligeia-toy-lampetoyza

Τσώνη Ρωξάνη