Περπατούσαμε όπως-όπως ανάμεσα σε εκείνο το λεμονοδάσος

που η παράδοση το ‘χει να είναι γεμάτο νύμφες και σειρήνες

που σιωπούν, γιατί είναι ευκολότερο.

Τριγυρνούσαμε εγώ, εσύ, οι αμαρτίες μας,

το βάρος που φέρουμε όλοι όσοι ερχόμαστε στον κόσμο,

το βάρος να είμαστε πάνω από όλα άνθρωποι.

Και κάτω απ’ όλα; Άστα, μην τα ρωτάς!

Αγωνιούσαμε, μέρες αγωνιούσαμε και ψάχναμε ο ένας τον άλλο

ανάμεσα στα δέντρα, εκείνα τα δέντρα

που την τρίτη μέρα γινήκανε στάχτη και σκόρπισαν.

Μαζί τους και οι νύμφες, οι σειρήνες, εσύ, εγώ,

όλα εκείνα που μας έκαναν να νιώθουμε πως ζούμε.

Κάτω απ’ όλα; Μην τα ρωτάς!

Είμασταν άνθρωποι μονάχα μέχρι την στιγμή

που υπήρξε αλώβητο εκείνο το λεμονοδάσος.