Χρυσό απόγευμα καλοκαιριού, 
άρωμα καφέ που κοχλάζει στο μπρίκι 
και ο ήχος του παντζουριού που ανοίγει ξανά.

Μια γρια καθαρίζει μπάμιες 
και ο γέρος εμφανίζεται με έναν βήχα κουρασμένης ζωής. 
Η γάτα περπάτησε στον κήπο, 
σαν να ήξερε πως τα φθαρτα είναι εκείνα που περνάνε στην αθανασία. 

Εκείνοι δεν ήξεραν καν τι έπεται ή τι είχε προηγηθεί.

Χρυσό απόγευμα καλοκαιριού, 
δύο πάνινες γεροντικές παντόφλες στη μέση του δωματίου, 
και μια χήρα
 που δεν θέλει να κοιτάει τον Σεπτέμβρη, 
φοβισμένη μη θυμηθεί.

Τον ήχο της μηχανής που κόντραρε τον αέρα, 
την κόκκινη πετσέτα πάνω στη ψάθα, 
το καπέλο που το έπαιρνε ο αέρας 
και το τριαντάφυλλο που χρησιμοποίησε εκείνη την ημέρα ως σελιδοδείκτη.

Ένα τριαντάφυλλο που ακόμα κάπου μαραμένο, 
συναγωνίζεται τις ρυτίδες της γριάς και διαβάζει το ίδιο ποίημα τα τελευταία 57 χρόνια -
εγκλωβισμένο, αλλά κρατώντας το άρωμα του καθάριο εκείνο.

Το απόγευμα του καλοκαιριού είναι ακόμα χρυσό και το πόμολο της σκουριασμένης πόρτας, 
το αγγίζουν μόνο φυτά.

Η γρια σκέφτεται, 
αν άξιζε να μάθαινε ποτέ ημέρες γενεθλίων, 
αφού ήταν μοιραίο να της μείνουν ανεξίτηλες οι ημέρες μνημοσύνων.


Στέλιος Αγγελόπουλος