Η Πτώση-Αλμπέρ Καμύ
-Μήπως δεν είμαστε όλοι μας όμοιοι, φαφλατάδες που μιλάνε συνεχώς χωρίς ν’ απευθύνονται σε κανέναν, αντιμέτωποι πάντα με τα ίδια ερωτήματα αν και γνωρίζουμε εκ των προτέρων τις απαντήσεις;-
Ο επιτυχημένος δικηγόρος Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς, βρίσκεται σε ένα μπαράκι του Άμστερνταμ και συνομιλεί με έναν άγνωστο ο οποίος ποτέ δεν παίρνει τον λόγο. «Η Πτώση» του Αλμπέρ Καμύ, αποτελεί έναν σκοτεινό μονόλογο, ο οποίος αποτελεί μία συμπύκνωση της παρακμής της ανθρωπότητας, της υποκρισίας και της ηθικής αναλγησίας. Πρόκειται για μία εξομολόγηση του δικηγόρου, στην οποία διαφαίνεται πώς κατά την διάρκεια ολόκληρης της φαινομενικά «ευτυχισμένης» ζωής του, ένα και μοναδικό γεγονός κατάφερε να ξεσκεπάσει το πέπλο, ένα και μοναδικό γεγονός κατάφερε να γκρεμίσει το καλοχτισμένο κάστρο προστασίας του. Η αυτοκτονία μίας κοπέλας και η παθητικότητά του απέναντι στο γεγονός, κατέστρεψαν όλο τον κόσμο του Ζαν Μπατίστ.
Για ποιον κόσμο όμως μίλησε ο Καμύ; Για τον κόσμο όπου ο επιτυχημένος δικηγόρος, παρακαλούσε, αποκαλώντας τον εαυτό του φιλάνθρωπο, να τον κλέψουν για να μην αναγκαστεί να δώσει οικειοθελώς τα αγαθά του στους φτωχούς και να διατηρήσει «καθαρή» την συνείδησή του, για τον κόσμο όπου ο επιτυχημένος δικηγόρος βοηθούσε έναν τυφλό να περάσει τον δρόμο μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του.
–Όποτε άφηνα έναν τυφλό στο πεζοδρόμιο, όπου τον είχα οδηγήσει με ασφάλεια, τον αποχαιρετούσα. Το βγάλσιμο του καπέλου δεν προοριζόταν γι΄ αυτόν, αφού δεν το έβλεπε. Για ποιον λοιπόν προοριζόταν; Για το κοινό. Μετά το ρόλο, τα χειροκροτήματα-

Για τον κόσμο όπου η γυναίκα χρησιμεύει ως επιβεβαίωση της ανδρικής ταυτότητας, για τον «μορφωμένο» και τεχνοκράτη άνθρωπο, τον ειδήμων που ξεφυλλίζει βιβλία και όταν γυρνάει ο κόσμος το κεφάλι του από την άλλη, τα κλείνει και ανοίγει την εφημερίδα. Για αυτόν τον κόσμο προσπάθησε να μιλήσει ο συγγραφέας. Για έναν κόσμο που γκρεμίζεται τόσο εύκολα, με ένα φύσημα του ανέμου, με ένα περιστατικό που μπορεί να δημιουργήσει αυτο-ενοχή, καθώς δεν συνάδει με την ιδανική εικόνα του δικηγόρου. Την αυτοκτονία μίας κοπέλας και την απαθή στάση του απέναντι στο γεγονός. Στο κανάλι του Άμστερνταμ, εκεί όπου δεν υπήρχε κοινό, εκεί που όλα πλέον γίνονται διάφανα, όταν το βλέμμα των άλλων δεν είναι στραμμένο πάνω μας.
Ένα από τα πιο αξιοπερίεργα στοιχεία του μυθιστορήματος, είναι η δήλωση του επαγγέλματος του δικηγόρου. Ο Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς, αυτοχαρακτηρίζεται δικηγόρος-μετανοητής.
–Αφού δεν μπορούσαμε να καταδικάσουμε τους άλλους χωρίς ταυτόχρονα να κρίνουμε τον εαυτό μας, έπρεπε να τα φορτωθούμε εμείς για να έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους. Αφού ο κάθε δικαστής καταλήγει μία μέρα να δηλώνει μετάνοια, θα έπρεπε να πάρουμε τον αντίθετο δρόμο και να κάνουμε τη μετάνοια επάγγελμα για να καταλήξουμε κριτές και δικαστές-
Με πιο απλά λόγια, αφού δεν έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους αν παρουσιαζόμαστε άμεμπτοι, καλύτερα να παραδεχτούμε την δική μας ανεπάρκεια, όχι επειδή πιστεύουμε πως ισχύει και θέλουμε να βελτιωθούμε, ούτε επειδή είμαστε φιλάνθρωποι, αλλά μόνο και μόνο για να έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους υπόλοιπους. Αφού είμαστε εμείς ανεπαρκείς, είναι και όλοι οι άλλοι, κάτι το οποίο μας δίνει το δικαίωμα να κρίνουμε και να καταδικάζουμε. Στο μπαράκι του Άμστερνταμ, ο δικηγόρος, μέσω ενός μονολόγου στον οποίο κυριαρχούσε η αυτομομφή και η μετάνοια, προσπαθεί να εκμαιεύσει από τον συνομιλητή του την παραδοχή των δικών του λαθών. Και να τον κάνει να αισθανθεί την ανεπάρκειά του, όπως ακριβώς την αισθάνεται και ο ίδιος. Και τελικά, στόχος είναι να νιώσει κυρίαρχος των πάντων.
–Τι μεθύσι να νιώθεις πατέρας Θεός και να απονέμεις τα επίσημα πιστοποιητικά κακιάς ζωής και κακών ηθών-
Από την μία, η πτώση της κοπέλας στο κανάλι, που έφερε ανάποδα όλη την κοσμοθεωρία του Ζαν Μπατίστ, με την κυριολεκτική της σημασία. Από την άλλη, η πτώση ή καλύτερα, η έκπτωση του ανθρώπινου είδους, με την μεταφορική της σημασία. Ο άνθρωπος, που έζησε μέσα σε κοινότητες, ο άνθρωπος που είναι φτιαγμένος για να επαναστατεί και να ζει συλλογικά, ο άνθρωπος που είναι πλασμένος για να αμφιβάλλει και να διερωτάται, ο άνθρωπος που οφείλει να κυνηγάει την αλήθεια μετατράπηκε σε ένα ατομικιστικό ον, με μοναδικό κριτήριο ύπαρξης το χρήμα, την ομορφιά και την δόξα. Αυτός που θα πατήσει πάνω στους άλλους για να επιβιώσει, αυτός που έχει τόση ανάγκη την ελευθερία να κατηγορεί και να φανεί ανώτερος, που φτάνει στο σημείο να παραδέχεται την δική του ανεπάρκεια για να το πετύχει. Ο άνθρωπος, ο πρωταγωνιστής της σκηνής, αυτός που κλαίει σπαραχτικά μπροστά στους προβολείς διαβάζοντας βιβλία είναι ο ίδιος που στα παρασκήνια, χασκογελάει σε βάρος του κοινού, είναι ο ίδιος που δεν έχει βιβλιοθήκη στο σπίτι του. Είναι ο ίδιος τελικά που πέφτει από την γέφυρα του Άμστερνταμ μέσα στο κανάλι. Και αυτοκτονεί πνευματικά.
Eκείνοι που κηρύττουν Θεό, χρειάζονται Θεό.
Eκείνοι που κηρύττουν ειρήνη, δεν έχουν ειρήνη.
Eκείνοι που κηρύττουν αγάπη, δεν έχουν αγάπη.
Προσοχή στους κήρυκες.
Προσοχή στους γνώστες.
Προσοχή σ’ εκείνους που όλο διαβάζουν βιβλία.
Προσοχή σ’ εκείνους που είτε απεχθάνονται τη φτώχεια,
είτε είναι περήφανοι γι’ αυτήν.
Προσοχή σ’ εκείνους που βιάζονται να επαινέσουν
γιατί θα θέλουν επαίνους για αντάλλαγμα.
Προσοχή σ’ εκείνους που βιάζονται να κρίνουν,
φοβούνται αυτά που δεν ξέρουν.
Προσοχή σ’ εκείνους που αναζητούν τα πλήθη,
γιατί είναι ένα τίποτα μόνοι τους.
Προσοχή στο μέσο άντρα. Τη μέση γυναίκα.
Προσοχή στην αγάπη τους, η αγάπη τους είναι μέτρια
αναζητά το μέτριο.
Αλλά υπάρχει ιδιοφυΐα στο μίσος τους,
υπάρχει αρκετή ιδιοφυΐα στο μίσος τους για να σας σκοτώσει,
να σκοτώσει τον καθένα.
Απόσπασμα από το ποίημα “Η Ιδιοφυΐα του πλήθους” του Τσαρλς Μπουκόφσκι
Τσώνη Ρωξάνη