Εδώ και μέρες γυρνάει στο μυαλό μου η λέξη “τραύμα”. Έχω μια μανία να επιμένω στον ήχο των λέξεων και να πιστεύω πως ειδικά στα ελληνικά, ο ήχος μιας λέξης, ο τρόπος που εκφέρεται, ο τρόπος που περνάει στο όργανο λήψης της πληροφορίας, οριακά συμπληρώνει το ίδιο της το νόημα. Σε μερικές λέξεις περισσότερο, σε άλλες λιγότερο. Το τραύμα, νιώθω ότι είναι μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν το προφέρεις ακούγεται έστω και υπογλώσσια ένα “αχ”, ένας αναστεναγμός: πίκρας όταν το βιώνεις, ή ανακούφισης όταν περνάει…

Τραύμα, λοιπόν: “α. κάθε βίαιη διακοπή της συνέχειας του δέρματος ή των ιστών του σώματος ανθρώπου ή ζώου: Εξωτερικό / εσωτερικό / διαμπερές / τυφλό* / θανατηφόρο / σοβαρό / βαρύ / ελαφρό / βαθύ / επιπόλαιο“, διαβάζω στο λεξικό, και συνεχίζω: “β.(ψυχ.) ψυχικός κλονισμός που δημιουργείται από πολύ δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις και που αφήνει ίχνη στην προσωπικότητα του ατόμου· ψυχικό τραύμα”. Στο μυαλό μου έρχεται εκείνη η τραμπάλα που κάποτε χωρίς να το καταλάβουμε ανάμεσα σε φωνές και γέλια χάσαμε την ισορροπία μας και , “τραμπα-τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι…”, και το γόνατο απέκτησε το πρώτο του τραύμα και εμείς την πρώτη παιδική “τραυματική εμπειρία”. Κι έπειτα η μανάδες μας είδαν κι έπαθαν να μας πείσουν να ανέβουμε ξανά σε τραμπάλα, γιατί ο φόβος είχε καλύψει τόσο τα πρότερα γέλια, σαν παχύ στρωμένο χιόνι που μετά από μέρες σε κάνει να ξεχνάς τι έδαφος υπάρχει υπό του. Μα ο καιρός περνάει και τα γόνατα “γιάνουν” (πολύ πριν παντρευτούμε), και το μόνο που μένει είναι ένα κοντοστάσιμο λίγο πριν ανεβούμε και πάλι στην τραμπάλα. Κάθε τραύμα σκέφτηκα, σωματικό ή ψυχικό, υλικό ή άυλο, χρειάζεται λίγο χρόνο για να κλείσει, και μία “μάνα” με πειθώ να μας διαβεβαιώσει πως το παιχνίδι δεν είναι επικίνδυνο.

Τα μιλάω όλα αυτά ένα δύσκολο βράδυ με μία φίλη στο τηλέφωνο. Της λέω για δικά μου τραύματα που ακόμα δεν έχουν κλείσει, για την νοητή τραμπάλα που στα μάτια μου είναι ακόμα ο φόβος κι ο τρόμος, της λέω για την ντροπή που νιώθω να φοβάμαι μια “τραμπάλα”. Με αφήνει να αδειάσω, με ακούει, μετά από λίγο μου διαβάζει απ΄την άλλη γραμμή το παρακάτω κείμενο:

«Το τραύμα είναι μια ψυχική συνθήκη που υπερβαίνει τον χρόνο. Ακόμα κι όταν έχεις συμφιλιωθεί – όσο μπορείς, όσο είναι εφικτό – με την οδύνη του, είναι παρόν, κι εξακολουθεί, ύπουλα κι ανύποπτα, να σε πληγώνει, να σε επαναφέρει στην πρωτογενή στιγμή του, τότε που κάποιος ή κάτι σε εκμηδένισε, σε ξερίζωσε, τότε που πίστεψες πως είναι αδύνατον να συνεχίσεις να ζεις με τόσο πόνο.

Τα τραύματα μας ακολουθούν σ’ όλη τη ζωή μας. Οπότε είναι τουλάχιστον αγριότητα να λέμε στον τραυματισμένο «Έλα μωρέ, τόσα χρόνια πέρασαν, τι τα θυμάσαι και τα σκαλίζεις;»

Το ότι επιβίωσες παρά τον σπαραγμό και τον αφανισμό δεν σημαίνει ότι τον ξέχασες, ότι το κακό εξανεμίστηκε, ότι συγχωρεμένος αυτός που σε σακάτεψε.»

Μένω άναυδη, βγάζω έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Το κείμενο ανήκει στον Αύγουστο Κορτώ και το παραθέτω εδώ όπως το βρήκα στο site Φωνή Πειραιωτών . Εκείνο το βράδυ η φίλη και αυτές οι λέξεις του Κορτώ στάθηκαν για μένα η “μάνα” που σε κάνει να πλησιάσεις ξανά την τραμπάλα. Τα τραύματα που, επί ώρα, αράδιαζα είχαν συρρικνωθεί, είχαν γίνει ανθρώπινα, κουβεντιαστά. Εκεί βρήκα το νόημα, τραύματα θα υπάρχουν, αλλά όσο υπάρχουν άνθρωποι να σου πιάσουν το χέρι για να τα ψηλαφίσεις με θάρρος, ο φόβος λουφάζει ή εξαϋλώνεται. Καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα, η αγάπη γιατρεύει.