Κωνσταντινούπολη 1949 – 1970 Ένα νοσταλγικό ταξίδι στο χρόνο
Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, η κυρία Ηρώ Πάντζου μου αφηγήθηκε ένα κομμάτι της ζωής της στην Κωνσταντινούπολη, όπου έζησε από τα παιδικά ως τα νεανικά της χρόνια. Ένα ταξίδι στο χρόνο, μέσα από τις εμπειρίες μιας αυθεντικής Κωνσταντινουπολίτισσας, μα πάνω απ’ όλα, μιας σπουδαίας γυναίκας που έμαθε μόνο έναν τρόπο να ζει: προσφέροντας και αγαπώντας.
Είμαι η Ηρώ, και γεννήθηκα στη Βασιλεύουσα των Πόλεων, στα Ψωμαθειά το 1949. Ψάμαθος θα πει άμμος και η περιοχή ονομάστηκε έτσι λόγω της άμμου που συγκεντρωνόταν στις παραλίες από τα δυνατά κύματα. Μείναμε εκεί ως τα Σεπτεμβριανά[1], το 1955.
Οι άνθρωποι ζούσαν μεταξύ τους ειρηνικά, στις καθημερινές συναλλαγές δεν υπήρχαν τεταμένες σχέσεις. Μόνο τον σταυρό μας δεν μπορούσαμε να φοράμε φανερά. Οι Ρωμιές γυναίκες δεν δούλευαν. Τηρούσαμε κανονικά τα έθιμα και τις παραδόσεις μας.
Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, τους φίλους μου, Τουρκάκια, Αρμενάκια, Ρωμιόπουλα. Παίζαμε όλοι μαζί αδελφωμένοι στο δρόμο. Χωματόδρομος κι ελάχιστα αυτοκίνητα. Τα διώροφα ξύλινα σπίτια, δεν είχαν κλειδαριές κι αμπάρες, όλη η γειτονιά ήταν σαν μια οικογένεια. Τα Ψωμαθειά κατοικούνταν από Αρμένιους και Ρωμιούς. Οι Τούρκοι ήταν λίγοι. Θυμάμαι τις ξυλόσομπες και το μαγκάλι που ανάβαμε στην κουζίνα, όπως και τη χόβολη που έψηναν τον καφέ όταν έρχονταν οι φίλες της μαμάς μου. Το καλοκαίρι οι γονείς όλων των παιδιών αγόραζαν τόνους κάρβουνα και ξύλα για το χειμώνα. Στα σπίτια είχαμε τα υπόγεια, τα λεγόμενα μπουντρούμια, στα οποία αποθήκευαν λάδι, ξύλα, κάρβουνα, χαλιά, πράγματα που θα μεταχειριζόμασταν το χειμώνα. Ο χειμώνας πέρναγε ευχάριστα. Κάθε οικογένεια μάζευε καθημερινά όλα τα παιδιά της γειτονιάς, όπου καθόμασταν μέχρι το βράδυ. Στην ξυλόσομπα οι γονείς μας έβαζαν μια σχάρα και έψηναν ψωμάκι με κασέρι και κόκκινο πιπέρι και μας έκαναν και τσάι. Η μαμά μου έπαιρνε μαγιά από το φούρνο και μας έφτιαχνε φρέσκο γιαούρτι. Μαγειρεύαμε στις γκαζιέρες, μέσα σε χάλκινα σκεύη. Μία φορά το χρόνο, πέρναγε ο γανωτής για να τα γανώσει. Δεν υπήρχαν super market, αλλά μικρά μαγαζάκια, όπως το μπακάλικο του κύριου Χρυσόστομου, που είχε στα μεγάλα βαρέλια ρύζι, φακές, και τυρί σε άλμη, καθότι δεν υπήρχαν μεγάλα ψυγεία. Από αναψυκτικά υπήρχε μόνο η γκαζόζα. Τρελαινόμασταν να πηγαίνουμε στο παραλιακό καφενεδάκι, όπου οι γονείς μας, μας αντάμειβαν με γκαζόζα αν ήμασταν καλά παιδιά. Μετά το παιχνίδι, όταν πεινούσαμε μας είχαν σπιτικά σαντουιτσάκια από φρέσκο μυρωδάτο ψωμί. Υπήρχε μια εποχή που έβγαιναν τα μαρούλια. Εκεί, κοντά στα Θεοδοσιανά κάστρα, ήταν οι τσιγγάνοι που είχανε μόνο μαρούλια, και σε κάθε περιοχή υπήρχε ένα πηγάδι. Βάζανε μέσα στους κουβάδες τα μαρούλια, τα έπλεναν με το πηγαδίσιο νερό, μας τα έκοβαν επάνω στα ξύλινα τραπέζια, τα αλάτιζαν και καθόμασταν και τα τρώγαμε. Πηγαίναμε ειδικά για ένα είδος μαρουλιού, μόνο καρδιά. Από τις γειτονιές περνούσε αυτός που πουλούσε τα λεμπλεμπιά, δηλαδή τα στραγάλια. Δημιουργούσε ένα χωνί από σκούρο χαρτί και ανάλογα με τα λεφτά που δίναμε, παίρναμε τα λεμπλεμπιά. Το απόγευμα περνούσε ο μισιρτζής, δηλαδή αυτός που πούλαγε τα καλαμπόκια. Έσερνε σ’ ένα χειροκίνητο όχημα με τέσσερις ρόδες, ένα μεγάλο καζάνι με νερό που κόχλαζε. Κάτω από το καζάνι άναβαν τα κάρβουνα και μέσα έβραζαν τα καλαμπόκια. Η γιαγιά μου έλεγε να μην παίρνουμε καλαμπόκια από τον μισιρτζή γιατί το βράδυ που τελείωναν τα μισίρια, έβραζαν τις βράκες τους μέσα στο νερό. Γι’ αυτό δεν άφηνε τη μαμά μου να μας παίρνει καλαμπόκια, τα παίρναμε ολόκληρα από το χωράφι και μας τα έβραζε εκείνη. Τα βράδια πέρναγε ο σαλεπιτζής που πούλαγε το σαλέπι. Αργά τη νύχτα πέρναγε ο χωροφύλακας ο οποίος άναβε τις λάμπες του δρόμου για να έχουμε φως. Όταν σφύριζε με τη σφυρίχτρα του, κανείς δεν ήταν πια στο δρόμο, έκανε δηλαδή περιπολία. Οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να είναι έξω εκείνη την ώρα, γιατί γύρναγαν οι αλήτες. Έπρεπε να είμαστε συμμαζεμένοι. Όλα τα σπίτια από την πίσω πλευρά είχαν αυλές και δέντρα με φρούτα. Μπροστά από το σπίτι έβγαζαν τα σκαμνάκια, όπου καθόντουσαν όλες μαζί οι γειτόνισσες, έπλεκαν και συζητούσαν. Τα παιδιά παίζαμε κρυφτό και κουτσό. Η παράξενη γιαγιά Αλεξάνδρα, θύμωνε όταν ζωγραφίζαμε το πεζοδρόμιό της με κιμωλία για να παίξουμε κουτσό και σχοινάκι. Δεν υπήρχαν μπανιέρες. Στα υπόγεια των σπιτιών ήταν έναν χώρος μ’ ένα πελώριο καζάνι με μια μαντεμένια πορτούλα από κάτω, που μέσα άναβαν ξύλα ή κάρβουνα για να ζεσταίνεται το νερό. Στο πάτωμα υπήρχε μια μεγάλη ενσωματωμένη μαρμάρινη ή πέτρινη σκάφη, κι εκεί μέσα πλενόμασταν.
Λαχανικά ψωνίζαμε από τον Τζεμίλ εφέντη, τον Τούρκο μανάβη που πέρναγε από τις γειτονιές με το γαϊδουράκι του, διαλαλώντας την πραμάτεια του. Το γαϊδουράκι έφερε δεξιά και αριστερά από ένα κοφίνι. Η μητέρα μου είχε τη συνήθεια να χώνεται η μισή μέσα στο κοφίνι για να διαλέξει τα λαχανικά. Μια φορά το αναποδογύρισε, σκόρπισαν τα λαχανικά στο δρόμο, έφυγε το γαϊδούρι και ο Τζεμίλ εφέντης φώναζε ‘’Μαντάμ με κατέστρεψες’’! Μετά από αυτό έκανε ένα μήνα να ξαναπεράσει. Κοντά στα Θεοδοσιανά τείχη υπήρχε ο ‘’Κρεμαστός’’, ένα καφενεδάκι-μεζεδοπωλείο. Πηγαίναμε εκεί κάθε Σαββατοκύριακο. Το πάτωμα ήταν από ξύλινες τάβλες και από κάτω φαινόταν η θάλασσα. Οι γονείς έπιναν ουζάκι κι έτρωγαν αθερινάκι κι άλλους μεζέδες, και τα παιδιά καθόμασταν όλα μαζί σ’ ένα μεγάλο τραπέζι. Ανάμεσα στα κενά της ξύλινης εξέδρας ρίχναμε πετονιά για να κάνουμε ότι ψαρεύουμε. Τα Σαββατοκύριακα της άνοιξης όλη η γειτονιά, φόρτωναν τα αυτοκίνητά τους με τρόφιμα, σχάρες, μπύρες, αναψυκτικά και πηγαίναμε στα ‘’Sultan suyu’’, στα ‘’νερά’’ όπως συνηθίζαμε να τα λέμε. Ήταν περιοχές με διάφορες ιαματικές πηγές που κατέβαιναν από το βουνό. Μαζεύαμε το νερό σε νταμιτζάνες, μεγάλα γυάλινα μπουκάλια ντυμένα με ψάθα. Καθόμασταν όλοι μαζί σε ενωμένα τραπέζια, τρώγαμε, τραγουδούσαμε και χορεύαμε. Όταν δεν πηγαίναμε στα ‘’νερά’’, κάναμε επισκέψεις ο έναν στον άλλο. Τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν τηλέφωνο. Οι επισκέψεις ξεκινούσαν γύρω στις τρεις το μεσημέρι και τελείωναν γύρω στις οχτώ το βράδυ. Οι πλαζ που πηγαίναμε για μπάνιο τα καλοκαίρια, ήταν χωρισμένες στα δύο. Από τη μία πλευρά έμπαιναν στη θάλασσα οι γυναίκες με τα παιδιά και από την άλλη οι άντρες. Διακοπές πηγαίναμε στον Βόσπορο.
Μετά τα Σεπτεμβριανά ή ‘’Νύχτα των Κρυστάλλων’’ του Ελληνισμού της Πόλης, πολλοί επιχειρηματίες έφυγαν και όσοι είχαν Ελληνική υπηκοότητα, το 1964 απελάθηκαν. Δεν μπορούσε κάποιος Ορθόδοξος Χριστιανός να πουλήσει την περιουσία του, λόγω υπερφορολόγησης που του επέβαλε η εφορία. Επίσης, εγκατέλειψαν και τα σπίτια τους με όλα τα πράγματα μέσα. Την επομένη των Σεπτεμβριανών δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο. Εμείς ήμασταν από τους τυχερούς. Μας έσωσε ο σπιτονοικοκύρης μας, ο οποίος ήταν Αρμένιος αλλά από την Ανατολή, και όλοι τον ήξεραν για Τούρκο. Ο αδελφός μου ήταν νεογέννητο. Όταν ήρθαν οι ορδές για να λεηλατήσουν, εκείνος πήρε την Τούρκικη σημαία έκατσε μπροστά στην πόρτα κι έλεγε ‘’εδώ μένουν μόνο Τούρκοι’’. Έτσι, γλιτώσαμε. Η Κύπρος, ήταν πάντα το μεγάλο αγκάθι μεταξύ των δύο λαών.






Μετά τα Σεπτεμβριανά μετακομίσαμε στο Πέραν ή Σταυροδρόμι της Κωνσταντινούπολης, στην περιοχή Τζιχανγκίρ. Μείναμε εκεί μέχρι το 1971 και μετά ήρθαμε στην Ελλάδα. Στο Πέραν ήταν πιο εξευγενισμένα τα πράγματα σε σχέση με την απλή κοινότητα των Ψωμαθειών. Ζούσαν συγγραφείς, δημοσιογράφοι, φιλόλογοι. Εκεί πήγα σχολείο στο κεντρικό Παρθεναγωγείο. Μέχρι την έκτη τάξη ήμασταν αγόρια και κορίτσια μαζί. Από την εβδόμη τάξη (εξατάξιο Γυμνάσιο) τα σχολεία χωρίζονταν σε θηλέων και αρρένων. Απέναντι από το δικό μας σχολείο ήταν το Γαλλικό ‘’Saint Pulcherie’’.
Τα πρώτα χρόνια, κάθε δεκαπέντε μέρες η μαμά μου μας πήγαινε εμένα και τον αδελφό μου στο χαμάμ. Τα παιδιά τρέχαμε με τις σαπουνάδες και γλιστρούσαμε. Καθόμασταν δίπλα στη γούρνα που έτρεχε το ζεστό νερό για να μας πλύνει. Υπήρχαν πάρα πολλά χαμάμ στην Πόλη. Μέσα ήταν πανέμορφα, όλο μάρμαρο και από παντού έβγαιναν ατμοί. Αποτοξίνωση ψυχής και σώματος.
Στο Πέραν άλλαξε η ζωή μου. Δεν παίζαμε πια στο δρόμο καθότι ζούσαμε πλέον στο κέντρο της Πόλης, που έσφυζε από ζωή. Το σπίτι μας ήταν πολύ κοντά στο Ταξίμ, τις συγκοινωνίες και τα καταστήματα, εκ των οποίων, ελάχιστα ήταν Τούρκικα. Τα περισσότερα καταστήματα ήταν Χριστιανών. Οι Ρωμιοί ανήκαν στη μεσαία τάξη και οι πιο πλούσιοι ήταν οι Εβραίοι και κάποιοι Έλληνες επιχειρηματίες.
Τα θέατρα, οι μεγαλύτεροι κινηματογράφοι, τα καλύτερα σχολεία, τα εστιατόρια, τα ζαχαροπλαστεία και όλων των ειδών τα καταστήματα, ήταν εκεί. Μετά το σχολείο κάθε απόγευμα, πηγαίναμε στο νυφοπάζαρο στον μεγάλο πεζόδρομο του Πέραν, και κάθε Τρίτη ήταν η μέρα του Saint Antonio της Καθολικής εκκλησίας. Τα κορίτσια πηγαίναμε και ανάβαμε ένα καντηλάκι για την τύχη μας. Στο Φανάρι ήταν το Πατριαρχείο μας, όπου πηγαίναμε κάθε Κυριακή. Όταν οι κινηματογράφοι έφερναν Ελληνικές ταινίες, πηγαίναμε να τις παρακολουθήσουμε οικογενειακώς. Η προβολή ξεκίναγε στις δώδεκα το μεσημέρι. Η πρώτη ταινία που ήρθε ήταν το ‘’Νόμος 4000’’. Οι κινηματογράφοι ήταν τεράστιοι, με πολύ μεγάλες οθόνες και βελούδινα καθίσματα. Έπρεπε να πας νωρίς για να πιάσεις θέση και μέσα δεν επιτρεπόταν ούτε να φας ούτε να πιείς τίποτα, παρά μόνο στο διάλειμμα.





Διακοπές κάναμε στα Πριγκηπόνησα, και συγκεκριμένα στην Αντιγόνη. Στα Πριγκηπόνησα δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Μέναμε εκεί από τις σχολικές διακοπές του Πάσχα ως τον Οκτώβριο. Στο σχολείο στην Πόλη, πηγαίναμε όλα τα παιδιά με το βαπόρι φορώντας τις ποδιές μας. Μαθητές και μαθήτριες απ’ όλα τα σχολεία, φλερτ, κουτσομπολιά, χαμός. Επιστρέφαμε με το βραδινό στο νησί και το επόμενο πρωί ξανά το ίδιο για να πάμε στο σχολείο. Το βράδυ, όταν θέλαμε να βγούμε, λέγαμε ότι πάμε στο παρακάτω σπίτι να μείνουμε με τη φίλη μας, κι έτσι βρίσκαμε τον τρόπο να πάμε να χορέψουμε στο club του νησιού. Είχαμε και το θερινό σινεμά που άλλαζε ταινία ανά δύο μέρες. Πηγαίναμε πάντα νωρίτερα για να πιάσουμε μπροστινές θέσεις και να προμηθευτούμε σπόρια και φιστίκια Αιγίνης. Μόλις τελείωνε το έργο, ο πιο ανοιχτόμυαλος πατέρας κάποιου παιδιού από την παρέα, μας μάζευε όλους και μας πήγαινε έναν-έναν στο σπίτι, τάχα ότι ήμασταν στο σπίτι τους. Τέλος Οκτώβρη επιστρέφαμε στα σπίτια μας στην Πόλη. Όταν ήμουν δεκαπεντέμιση χρονών πήγαμε στη Χάλκη κι εκεί έζησα το πρώτο μου φλερτ μ’ έναν γείτονά μας. Ήταν ένας πλατωνικός έρωτας που με σημάδεψε. Δεν ξεχάστηκε ποτέ. Τότε ορκίστηκα στη μάνα μου ότι ποτέ ξανά δεν θα με ακούσει να πω ’’αγαπώ’’. Αυτό το είπα και το τήρησα σ΄ όλη μου τη ζωή. Ερωτεύτηκα, αλλά δεν αγάπησα ξανά. Ήταν κάτι που με πόνεσε πολύ. Δύο πολύ όμορφα καλοκαίρια που πέρασαν σαν όνειρο. Τους χειμώνες αλληλογραφούσαμε. Εκείνος ήταν φοιτητής στη Θεολογική Σχολή Χάλκης κι εγώ ζούσα στην Πόλη, όπου λόγω του πολύ αυστηρού πατέρα μου, δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω.
Στο σήμερα, σίγουρα οι Τούρκοι έχουν προχωρήσει πολύ, λίγα πράγματα άλλαξαν όμως από τότε. Ο σπουδαίος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ έγραψε: ‘’Έφυγαν οι Ρωμιοί και χάσαμε πάρα πολλά’’. Οι άνθρωποι εκεί όταν πάμε μας λένε να επιστρέψουμε. Κατά την τελευταία μου επίσκεψη στα Ψωμαθειά το 2014, πέρασα και είδα την παλιά μου γειτονιά. Οι περισσότεροι που εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των Ρωμιών, τα αναπαλαίωσαν. Μέσα στα σπίτια έχουν κρατήσει καδραρισμένες τις φωτογραφίες των πρώτων ιδιοκτητών, δεν τις πέταξαν. Ωστόσο, ειδικά στο Φανάρι, υπάρχουν ακόμα μισογκρεμισμένα σπίτια Ρωμιών, αλλά δεν τα πειράζουν.
Οι μνήμες υπάρχουν και ζουν ακόμα.
Προσαρμογή / Επιμέλεια: Βίκυ Μενεγάκη
Αφήγηση: Ηρώ Πάντζου
Φωτογραφικό αρχείο: Ηρώ Πάντζου & Αλέξανδρος Πάντζος
[1] Με τον όρο «Σεπτεμβριανά» εννοούμε το πογκρόμ που εξαπέλυσε ο τουρκικός όχλος, υπό την καθοδήγηση της κυβέρνησης Μεντερές, εναντίον της πολυπληθούς και ευημερούσας ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/169