Τελευταίο Κάλεσμα – Μενέλαος Λουντέμης
Πότε θα ξανάρθεις;
Εσένα λέω, ανθισμένο μου κορίτσι,
Πούχεις για πατρίδα την άνοιξη
Και για σπίτι τα παδικά μου παραμύθια.
Έρωτά μου εσύ,
Οπλισμένε με τα βέλη του θανάτου.
Πότε θα ξανάρθεις;
Σκονισμένος ξαναγυρνώ
Από μισό αιώνα απόσταση
Να χτίσω με τα πενήντα μου χρόνια
Ένα σπιτάκι
Να καθήσω μέσα
Και να σε περιμένω.
Γι’αυτό αγόρασα κι΄ένα κλουβί
Γεμάτο τραγούδια.
Και μια κούνια
Που να σε παίρνω
Και να σε πετώ ως τα σύννεφα.
Έλα. Και θα δείς.
Θα σκαρφαλώσω με τη σκάλα μας
Στη μικρή μας κληματαριά,
Για να σου κόψω ένα άστρο
που με περιμένει εκεί
Από τότε που ήμουνα παιδάκι.
Απαρηγόρητος τριγυρνώ
Στους θολούς δρόμους
Έχοντας για συντροφιά μου τη μοναξιά
Και φορώντας για καπέλο
Το ξεθωριασμένο φωτοστέφανο ενός Αγίου
Που’κλεψα απο’να ερημικό ξωκκλήσι.
Έλα, και μην αποξεχνιέσαι. Τώρα.
Τώρα που’μαι διψασμένος.
Τώρα που’μαι ξύπνιος.
Τώρα που’μαι ορθός.
Τώρα που’μαι άτακτος,
άτακτος!
Γιατί από αύριο θα’μαι φρόνιμος,
πολύ φρόνιμος.
Γιατί από αύριο θα κοιμάμαι
Κάτω από ένα χωματένιο ουρανό
Μες σ΄ένα οριζόντιο σπιτάκι
Που ούτε κι’αυτό θα’ ναι δικό μου.
Γιατί εγώ στον κόσμο αυτό, τίποτα…
Τίποτα δεν είχα δικό μου.
Όλα τα’χα με το νοίκιο.
Και τον ήλιο, και τον ύπνο,
Και τη ζωή.
Κι’από αύριο
Θα νοικιάσω και το θάνατό μου.
Και ξέρεις… πολύ φτηνά.
Μια ζωή-μια πήχυ χώμα.
Μα για μένα, απ’όλα
Το πιο αβάσταχτο,
Το πιο πικρό,
Δεν θα΄ναι που θα χάσω τον κόσμο
Ούτε και που θα χάσω
Το φτωχό μου φωτοστέφανο.
Για μένα το πιο πικρό θα’ναι
Που δε θα μπορέσω
Να σηκωθώ στα πόδια
Για να σκαρφαλώσω στη μικρή μας κληματαριά
Και να κόψω το άστρο που σου ‘ταξα.