Όταν κατεβαίνεις μετά τον έρωτα
ζυγιάζεσαι, ώρες σε κοιτώ
να περνάς μια-μια τις σφαίρες
του ορατού
και ξέροντας την Κόλαση
να ξαναγυρίζεις στη γη.
Τα μπλε και τα αεράκια
μισοπεθαίνον στα δάχτυλά σου
τ’ ακουμπάς στο πραγματικό
εκεί που ήσουνα για μια στιγμή
το κέντρο.
Έχεις τον πειρασμό ακόμα
στη στάση της κεφαλής
να μη θελχθείς
να μη δοκιμάσεις κανέναν
συγκεκριμένο θάνατο
αλλά αιώνια να περιμένεις
να γίνει η άρνηση καλό
και το καλό η παύση.
Σε κατεβάζουν τα σκοινιά
σιγά-σιγά από ψηλά
είσαι το όνειρο
και μόνο εσύ ξέρεις
πόσο πονάει η αγάπη
η αγάπη της ύλης
μόνο εγώ ξέρω
πως κάποτε ήσαν ένα
και τα δυο, φως και χώμα
μες στο νερό το μέσα.
Κάθε φορά μπορεί να είναι η τελευταία
ίσως να μείνεις πίσω πια
με τις λίγες ψυχές
που καρτερούν το άδειο
να τους δοθεί, να τις δεχθεί
να γίνει το σπέρμα νόημα
στον κυκλικό αέρα.