Υπάρχει μια cult ταινία του 1992 με τίτλο ’’Ο Θάνατος σού Πάει Πολύ’’. Μία Χολιγουντιανή μαύρη κωμωδία, όπου δύο άσπονδες φίλες κατακτούν την αιώνια νεότητα, χάρη σ’ ένα μαγικό ελιξίριο. Προσπαθώντας να εξοντώσουν η μία την άλλη, διαπιστώνουν τυχαία την αθανασία τους που εξελίσσεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια συντήρησης των σωμάτων τους, τα οποία μέρα με τη μέρα διαλύονται. Ο τίτλος αυτής της ταινίας θα μπορούσε να περιγράψει πολύ εύστοχα τα όσα διαδραματίζονται γύρω μας. Η δε υπόθεση της ταινίας, μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και προφητική, αν αναλογιστούμε το τέλμα στο οποίο έχουμε περιέλθει ως κοινωνία.

Αρνητικές ειδήσεις που κατακλύζουν όλα τα μέσα, παρακμή, ξεπεσμός και η προειδοποίηση: ’’προσοχή, σκληρές εικόνες’’, τη στιγμή που το φιλοθεάμον κοινό παρακολουθεί με ανησυχητική απάθεια την κάθετη πτώση του. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια κανιβαλίζεται στο όνομα της δημοσιογραφίας, που διψά για λίγο ακόμα εξευτελισμό, για λίγη ακόμα αρνητικότητα, για λίγο ακόμα τρόμο, κατά την προσφιλή της τακτική. Αν ’’παγώσεις’’ τα δυστοπικά πλάνα και εστιάσεις στον ήχο, οι λέξεις νεκρός/νεκρή/νεκροί λέγονται τόσες πολλές φορές που αναρωτιέσαι αν ο ίδιος είσαι ζωντανός.

Ο θάνατος μάς πάει πολύ και πουλάει πολύ. Πάντα πούλαγε. Από τα αδικοχαμένα διεθνή είδωλα, τις παγκόσμιες τραγωδίες, τις συρράξεις και τις πανδημίες, μέχρι τις εγχώριες συμφορές της διπλανής πόρτας, αρκεί το πάτημα ενός κουμπιού ή το άγγιγμα μιας οθόνης για να βυθιστείς σε δύο κόσμους. Αντίθετους φαινομενικά. Από τη μία πλευρά θα θαμπωθείς από τις υπερτέλεια φιλτραρισμένες instagramικές ’’ευτυχίες’’, μόνο και μόνο γιατί καμουφλάρουν την  απελπισία της άλλης πλευράς. Εκείνης που οπλίζει με ευκολία τα χέρια. Η μουσική υπόκρουση πάντα δραματική για την ενίσχυση της ατμόσφαιρας του επικείμενου τέλους. Ασθένειες που νικούν, ισχυροί που καταπατούν, περιβάλλον που ασφυκτιά, άνθρωποι που πέφτουν. Κοντινά πλάνα, βαρύγδουπες δηλώσεις, στοχευμένες επαναλήψεις, ανηλεής κριτική, προσποιητή συμπόνια, αναίσχυντη ανθρωποφαγία.

Σε όποια οθόνη κι αν πέσει το μάτι, επί της ουσίας δεν αλλάζει κάτι. Βυθιζόμαστε σ’ αυτές ή για να ξεχάσουμε ή για να ενισχύσουμε το αίσθημα της συντριβής. Σαν να έχουν ήδη τελειώσει όλα και έχουμε αυταπάτες πως ζούμε. Είναι τρομακτικό το πόσο εξοικειωμένοι είμαστε με τις εικόνες φρίκης, τις ειδεχθείς πράξεις και τις ακατανόητες δηλώσεις, αφού όλα αποτελούν καθημερινές προσλαμβάνουσες σε ισόποσες δόσεις.

Στη συνέχεια, το πρόγραμμα έχει πούλιες, φτερά, ψεύτικα ματόκλαδα, τσιτωμένα δέρματα, συμπλέγματα, αδιακρισία, πολλή κριτική, επιλεκτική σοβαροφάνεια, σικέ αψιμαχίες, όμορφα αμπαλαρισμένα με το περιτύλιγμα της ’’ψυχαγωγίας’’. Αμήχανοι ’’wannabe stars’’, άπειροι με το παιχνίδι της οθόνης, διαθέτουν εαυτούς στην απόλυτη διάθεση των όποιων αριθμών. Τουλάχιστον σ’ αυτή την πλευρά, είναι όλοι ακόμα ζωντανοί. Απλώς, ψάχνουν το ’’φίλτρο’’ της αιώνιας νεότητας και της αιώνιας οικονομικής ευμάρειας, με κάθε τίμημα.

’’Τα καλά νέα της ημέρας’’ από την άλλη, μεταδίδονται σε τόσο μικρές δόσεις, που είναι λες και συμβαίνουν σε κάποιον άλλο μακρινό πλανήτη. Κι όμως, ακόμα γεννιούνται άνθρωποι, ακόμα γεννιούνται ιδέες, η φύση έχει τον τρόπο της να αυτοθεραπεύεται, η εξέλιξη βρίσκει πάντα τον δρόμο της, η καλοσύνη δίνει τη δική της μάχη για επικράτηση, και είναι επιτακτική ανάγκη να τα γνωρίζουμε όλα αυτά. Είναι επιτακτική ανάγκη η προβολή θεμάτων που προάγουν πολιτιστικές κουλτούρες και προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Στην πραγματικότητα, αυτά που έχουν νεκρωθεί είναι τα αντανακλαστικά μας, η κριτική μας σκέψη, η αντίστασή μας στη φθήνια και η θέλησή μας να φτάνουμε ως εκεί που αντέχουμε να θαυμάζουμε. Το να σταματήσει η εμπορική εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου και ο αδιάκοπος βομβαρδισμός καταστροφολογίας, φαντάζουν πράξεις ηρωικές.

Το τέλος της μέρας, μας βρίσκει να ακροβατούμε σχεδόν ασθμαίνοντας, ανάμεσα στον ψηφιακό κόσμο και σ’ αυτόν που ονομάζουμε πραγματικό κόσμο. Γιατί τελικά, κανένας από τους δύο δεν μας προσφέρει ούτε παρηγοριά, ούτε κάποιο μαγικό φίλτρο, ούτε καν τη λυτρωτική βεβαιότητα ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Αυτό όμως από μόνο του αρκεί για να αποφασίσουμε τι θέλουμε να ακούμε, τι θέλουμε να βλέπουμε, ποιοι θέλουμε να είμαστε και, τελικά, τι θα αφήσουμε πίσω. Και να πατήσουμε το κουμπί.

Βίκυ Μενεγάκη

Πηγή φωτογραφίας:

https://www.womenonly.gr/promo/arthro/o_thanatos_sou_paei_poly-3041739/