«Η κωμωδία είναι ένα αντίδοτο στο σφάλμα»

James Feibleman

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η μεταμόρφωση ενός παιδιού σε άτομο συμβαίνει όταν αυτό γελάσει συνειδητά για πρώτη φορά, καθώς τότε αντιλαμβάνεται τους νόμους και τους κανόνες του κόσμου γύρω του και την απόλαυση που προκύπτει από τη φαντασία και τη δημιουργικότητα να τους «καμπυλώνει». Τότε το άτομο αποκτά συνείδηση των κοινωνικών φραγμών και  της δυνατότητας για εξέλιξη και αλλαγή. Αυτή η προοπτική της κοινωνικής εξέλιξης βρίσκεται στον πυρήνα της αναγκαιότητας για την πράξη της κωμωδίας. Η κωμωδία αποκαλύπτει τι είναι περιγράφοντας τι θα μπορούσε να είναι. Ο κωμικός «τεντώνει» τα όρια της πραγματικότητας, παρουσιάζοντας υπερβολικές εκδοχές της και έτσι τα όρια αυτά γίνονται αντιληπτά.

Το κωμικό είδος που αγγίζει, υπερβαίνει και συχνά επαναπροσδιορίζει αυτά τα όρια, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο, είναι η «μαύρη» κωμωδία. Ως «μαύρη» κωμωδία ορίζουμε το κωμικό είδος το οποίο πραγματεύεται θέματα ευαίσθητα, μακάβρια, ή ταμπού, όπως ο θάνατος, ο πόλεμος, η σεξουαλικότητα. Το γέλιο που προκαλείται στο κοινό από το «μαύρο» χιούμορ συνοδεύεται από αμηχανία, ίσως και ενοχή. Ο θεατής γελάει με καταστάσεις οι οποίες είναι κοινωνικά αντιληπτές ως δυσάρεστες, δημιουργώντας έτσι την εσωτερική σύγκρουση. Αυτή η γλυκόπικρη αίσθηση που βιώνει ο θεατής έρχεται ως έκπληξη, ενεργοποιώντας τη γνωστική διαδικασία και θέτοντας έτσι τα θεμέλια για την αντίληψη και κατανόηση της κριτικής που εμπεριέχεται στην κωμική πράξη.

Ο χαρακτηρισμός ενός κωμικού έργου ως μαύρη κωμωδία εξαρτάται τόσο από τη θεματολογία που πραγματεύεται όσο και από την επικαιρότητα αυτής της θεματολογίας. Η ταινία Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb του Stanley Kubrick (1964) για παράδειγμα, κυκλοφόρησε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και το πρώην Σοβιετικό κράτος της Ρωσίας. Και οι δύο αντίπαλες πλευρές ζούσαν υπό την καθημερινή απειλή της ατομικής βόμβας και της πιθανότητας του πολέμου. Ο Κιούμπρικ όμως παρατήρησε πως, όσο δεν συνέβαινε τίποτα, τόσο οι πολίτες γινόντουσαν αδιάφοροι στο ενδεχόμενο της πυρηνικής έκρηξης, ή ακόμη και αρνητές της ύπαρξης της βόμβας. Έτσι δημιούργησε το Dr. Strangelove, μία «nightmare» κωμωδία, η οποία χρησιμοποιεί το «μαύρο» χιούμορ σε συνδυασμό με τις μοναδικές σλάπστικ ικανότητες του πρωταγωνιστή της, Peter Sellers, σε ένα εφιαλτικό σενάριο πυρηνικής έκρηξης, για να ασκήσει κριτική και δυσαρέσκεια στη διαχείριση των δύο αντίπαλων κρατών και την απάθεια των πολιτών.

Dr Strangelove – Trailer [1964]

Η κωμωδία αποτελούσε ανέκαθεν ισχυρότατο μέσο κριτικής και αντίδρασης στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη που όταν η κωμωδία ασκεί κριτική χειραγωγώντας τους φόβους και τα στερεότυπα του κοινού της, αυτό δημιουργεί πόλωση και αντιδράσεις. Και είναι γεγονός ότι είναι πρακτικά αδύνατον να ασκήσουμε κριτική χωρίς να ταράξουμε τα νερά, χωρίς να απειλήσουμε συμφέροντα και χωρίς να προσβάλουμε κάποια κοινωνική ομάδα.

Υπάρχουν λοιπόν περιορισμοί στην κωμωδία; Υπάρχουν θέματα που ο κωμικός δεν θα πρέπει να σατιρίσει και όρια τα οποία δεν θα πρέπει να υπερβεί; Η απάντηση είναι ναι, όμως τα όρια αυτά δεν είναι ούτε διαχρονικά ούτε αμετάβλητα. Κάποιοι κωμικοί ισχυρίζονται ότι τα όρια θέτονται από το ίδιο το κοινό και ότι μέχρι ένα κωμικό έργο να προβληθεί σε ένα κοινό είναι αδύνατον για τον κωμικό να γνωρίζει αν έχει υπερβεί τα όρια ή όχι.

Η εποχή μας χαρακτηρίζεται συχνά ως η εποχή της πολιτικής ορθότητας, της θεμελίωσης δηλαδή φραγμών στην έκφραση, λεκτική ή σωματική, η οποία μπορεί να θεωρηθεί προσβλητική για ένα κοινωνικό υποσύνολο. Κάποιοι θεωρούν ότι η εφαρμογή της πολιτικής ορθότητας συμβαίνει πλέον σε βαθμό υπερθετικό, πως οι κοινωνικές ομάδες αντιδρούν υπερβολικά στην κριτική και τη σάτιρα και πως τέτοιες πρωτόγνωρες τακτικές καταντούν τελικά αυταρχικές και περιοριστικές.

Διόλου πρωτόγνωρη όμως δεν είναι η πολιτική ορθότητα. Η εφαρμογή περιορισμών στην έκφραση και στον λόγο είναι τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο λόγος. Μόνο που σήμερα, ίσως για πρώτη φορά, ασκείται για να προστατεύσει τις περιθωριοποιημένες ομάδες κι όχι την κυρίαρχη κοινωνική τάξη. Σαφώς, υπάρχει υπερβάλλοντας ζήλος στην κατοχύρωση των κανόνων που θέλει κάθε κοινωνικό σύνολο να θέσει. Οι χρόνια καταπιεσμένες ομάδες έχουν για πρώτη φορά τα εφόδια και την υποστήριξη για να ορίσουν οι ίδιες τη θέση τους στην κοινωνία και το κάνουν με σθένος. Είναι επομένως κατανοητό αυτό να γίνεται με τρόπο απόλυτο και αυστηρό που φαντάζει υπερβολικός. Ίσως όμως η υπερβολή να είναι αναπόφευκτη προκειμένου να καμφθούν τα ακονισμένα αντανακλαστικά της κοινωνίας απέναντι σε κάθε ριζική αλλαγή.

Μάνος Κουνενός