Ψυχοσάββατο.
Η μαυροφορεμένη μητέρα, ρώτησε επιτελούς τον σταυρωμένο της γιο.
«Ποιος σε σκότωσε σπλάχνο μου;»
Και ο εσταυρωμένος απάντησε, «Οι νεκροθάφτες»
«Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε μέσα στα κραξίματα του θρήνου.
«Εκείνοι που με φτυάρι οπλίζονται και από μικροί σκάβουν πρώτα τον δικό τους λάκκο.
Έπειτα διαπιστώνουν πως οι ρίζες τους βρίσκονται σε ένα ξεραμένο, γεμάτο χαρακιές από την ξηρασία χώμα.
Σε έναν τόπο δύστυχο, που ανθίζει μόνον η μιζέρια.
Και τότε ακονίζουν τα φτυάρια τους, ώστε να είναι πάντοτε έτοιμα να σκάψουνε βαθιά,
σώματα και ιδέες.
Αλλά είναι και εκείνοι που έβλεπαν τους σκαφτιάδες και απλώς στεκόντουσαν στην ομίχλη που σηκωνόταν.
Κατάπιναν τη πνοή τους, ώστε να μη φυσήξουν ποτέ δυνατά και δουν πίσω από τη αιματοβαμμένη σκόνη.
Μέχρι που δεν άντεξαν και αυτοί.
Πνίγηκαν από ασφυξία.»
Το λιόγερμα είχε πια περάσει.
Βαθιά στο άχαρο ανθρωποφάγο τοπίο,
μια ταφόπλακα ξεχώριζε και πάνω της εχαράχθη:
«Μέσα στα σπίτια αγωνίζονται
ποιος τον φόβο θα νικήσει,
και οι νεκροί στους τάφους τους,
αναρωτιούνται αν είχαν ζήσει».
Στέλιος Αγγελόπουλος
Μου αρέσει αυτό:
Like Φόρτωση...
Σχετικά