The Pygmalion effect.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που παίρνει το όνομά του από έναν αρχαίο ελληνικό μύθο, τον μύθο του Πυγμαλίωνα που ερωτεύτηκε ένα άγαλμα που είχε σκαλίσει. Αλλιώς είναι γνωστό και με το όνομα «Rosenthal experiment», από τον ερευνητή του Χάρβαρντ Robert Rosenthal, που ήταν και ο πρώτος που πειραματίστηκε πάνω σε αυτό. Το φαινόμενο σχετίζεται με το γεγονός ότι όσο υψηλότερες είναι οι προσδοκίες που έχουμε για ένα άτομο τόσο υψηλότερη θα είναι και η απόδοσή του και το αντίθετο. Είναι ένας αέναος και συνεχώς ανατροφοδοτούμενος κύκλος που λειτουργεί κάπως σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Το φαινόμενο λειτουργεί ως εξής: η άποψη που έχουμε για τις ικανότητες ενός ατόμου επηρεάζει τις πράξεις μας απέναντί του. Αυτές οι πράξεις με την σειρά τους έχουν αντίκτυπο στο τι πιστεύει ο ίδιος για τον εαυτό του και κατ’ επέκταση στο πως συμπεριφέρεται πάλι πίσω σε εμάς. Αυτή η συμπεριφορά του θα ενισχύσει ξανά αυτό που εμείς πιστεύουμε για εκείνον. Και πάλι από την αρχή.
Για παράδειγμα, ένας προπονητής με έναν αθλητή που υποσυνείδητα συμπαθεί και θεωρεί ότι είναι καλός έχει ήδη αποφασίσει τι να περιμένει από αυτόν και συμπεριφέρεται ανάλογα. Ο προπονητής θα τον βοηθήσει, θα τον προπονήσει παραπάνω, θα διορθώσει με υπομονή τα λάθη του και έτσι ο αθλητής θα νιώσει ότι τον εκτιμούν, ότι είναι καλός και θα εμπιστευτεί και ο ίδιος τις δυνάμεις του. Αυτό θα τον κάνει να προσπαθεί ακόμα περισσότερο και να αφοσιωθεί στον στόχο του, αφού θα νιώσει ότι μπορεί να τα καταφέρει. Αυτή η συμπεριφορά θα ενισχύσει και πάλι αυτό που πιστεύει ο προπονητής, ότι εξαρχής το ένστικτό του έπεσε μέσα για εκείνον. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αντίθετα, με έναν αθλητή που εξαρχής ο προπονητής θεωρεί κακό.
Ο Rosenthal ξεκίνησε να κάνει το πείραμα με ανθρώπους και ποντίκια, λέγοντας εξαρχής στο μισό γκρουπ ότι τα ποντίκια που ανέλαβε να εκπαιδεύσει είναι έξυπνα και στο άλλο μισό ότι είναι χαζά, ενώ στην πραγματικότητα όλα τα ποντίκια ήταν ίδια. Ωστόσο, τα «έξυπνα» ποντίκια έδειξαν να τα πηγαίνουν στο τέλος καλύτερα από ότι τα «χαζά». Στόχος του ήταν να αποδείξει ότι οι προσδοκίες που είχαν οι προπονητές ήταν τόσο σημαντικές που εν τέλει επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα. Ο Rosenthal στη συνέχεια συνεργάστηκε με την Lenoir Jacobson και εκτέλεσε το ίδιο πείραμα σε ένα σχολείο με τους μαθητές και τους δασκάλους.
Το πείραμα ήθελε να δείξει ότι όταν περιμένουμε συγκεκριμένα πράγματα από άλλους ανθρώπους είναι πολύ πιθανό να συμπεριφερθούμε με τέτοιο τρόπο απέναντί τους που θα τους κάνει υποσυνείδητα να αποκτήσουν την «επιθυμητή» συμπεριφορά. Αυτό λειτουργεί σε κάθε περιβάλλον και συνθήκη και η επιρροή του μπορεί να διαρκέσει και χρόνια. Σαν φαινόμενο, ωστόσο, εγείρει σημαντικά ερωτήματα και φαίνεται να παραβλέπει αρκετούς άλλους παράγοντες. Εξάρει την δύναμη που έχουν οι άλλοι άνθρωποι πάνω μας και παραγνωρίζει την άποψη που έχουμε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας και τις ικανότητές μας.
Κανείς δεν μας επηρεάζει περισσότερο από τον εαυτό μας και τα δικά μας expectations είναι αυτά που μετράνε στο τέλος περισσότερο από όλα. Το να περιμένουμε εμείς οι ίδιοι πολλά από τον εαυτό μας, το να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και να στεκόμαστε γερά στα πόδια μας είναι και αυτό που θα μας οδηγήσει τελικά στην εξέλιξη, την ανάπτυξη και την προσωπική μας αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Δέσποινα Γέωργα.