Το αρχαίο ελληνικό θέατρο αναπτύχθηκε κατά την αρχαϊκή περίοδο (750 π.Χ.- 480 π.Χ.) και ολοκληρώθηκε ως προς τη μορφή του στα κλασικά χρόνια(480 π.Χ.- 323 π.Χ.). Η γέννηση του θεάτρου έχει τις ρίζες του στον διθύραμβο, ένα αυτοσχέδιο λατρευτικό και θρησκευτικό άσμα, που λάμβανε χώρα προς την τιμήν του θεού Διόνυσου, με τη μορφή κυκλικού χορού, γύρω από τον βωμό του θεού. Ο διθύραμβος ερμηνεύονταν από έναν χορό πενήντα ανδρών, που αποτελούνταν από πέντε άνδρες, για κάθε μία από τις δέκα φυλές της Αθήνας. Κι ενώ στην αρχή ασχολούνταν μόνο με τη ζωή και τη λατρεία του θεού Διονύσου, σιγά σιγά άρχισε να υμνεί και να πραγματεύεται ιστορίες από ήρωες, θεούς και ημίθεους ή να αντλεί τη θεματολογία του από τη θρησκευτική και πολιτιστική κληρονομιά του τόπου. Με αυτόν τον τρόπο, ο διθύραμβος επέκτεινε το περιεχόμενό του συνεχώς, χωρίς ωστόσο να μοιάζει με το σημερινό δράμα.

Την αφορμή για τη γέννηση του δράματος έδωσε ο Θέσπις, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας του θεάτρου. Ο ίδιος βγήκε από τον χορό, παίρνοντας τον ρόλο του θεού ή του ήρωα, του οποίου τα κατορθώματα εξυμνούνταν και άρχισε να κάνει διάλογο με τους χορευτές, μετατρέποντας την αφήγηση σε δράση. Υπήρξε ο πρώτος υποκριτής. Στη συνέχεια κατασκεύασε ένα άρμα και μαζί με τους «χορευτές- υποκριτές» του έκανε περιοδείες σε όλη την Αττική, ανεβάζοντας δραματουργίες, που ο ίδιος είχε γράψει.  

Η γέννηση της τραγωδίας, τον ορισμό της οποίας μας τη δίνει αργότερα ο Αριστοτέλης, στην Ποιητική του,  είναι πολύ σημαντική για την κοινωνία και τον λαό.

«ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.»

Ο ορισμός αυτός, μεταφράστηκε από τον Δ. Λυπουρλή ως εξής:

«Η τραγωδία λοιπόν είναι μίμηση πράξεως σοβαρής και αξιόλογης, πράξεως ολοκληρωμένης, που έχει και κάποιο μέγεθος, Ο λόγος της τραγωδίας είναι εμπλουτισμένος με διάφορα «καρυκεύματα» που τον νοστιμίζουν· το κάθε, πάντως, είδος αυτών των «καρυκευμάτων» χρησιμοποιείται χωριστά στα διάφορα μέρη της. Η μίμηση δεν γίνεται στην τραγωδία με απαγγελία, αλλά με το να παρουσιάζονται οι άνθρωποι που είναι το αντικείμενο της μίμησης σαν να δρουν οι ίδιοι. Διεγείροντας τα ψυχικά πάθη της συμπόνιας και του φόβου η τραγωδία φέρει εις πέρας την κάθαρση των τάδε συγκεκριμένων πράξεων- παθημάτων»

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο έκτοτε είχε πολύ σημαντική θέση στην κοινωνία της Αθήνας και παρόλο που άρχισε να διαμορφώνεται την εποχή των τυράννων είχε τις ρίζες του στην πολιτεία και τη δημοκρατία. Στην κορύφωσή του έφτασε στα κλασικά χρόνια, όπου οι παραστάσεις οργανώνονταν δωρεάν, έπειτα από χορηγίες εύπορων πολιτών. Οι ρόλοι στο αρχαίο θέατρο δίνονταν αποκλειστικά σε άντρες που φορούσαν μάσκες, τα προσωπεία, ενώ οι ηθοποιοί για να φαίνονται πιο επιβλητικοί πάνω στη σκηνή φορούσαν ειδικά παπούτσια με χοντρούς πάτους, τους κοθόρνους. Σημαντική θεατρική παρέμβαση στο αρχαίο θέατρο ήταν ο “από μηχανής θεός“, τον οποίο υποδύονταν ένα υποκριτής. Ο “από μηχανής θεός” υποβασταζόμενος από ένα ειδικό μηχάνημα, εμφανιζόταν από τον αέρα στη σκηνή του θεάτρου για να δώσει τη λύση στα παθήματα των ηρώων. Οι σπουδαιότεροι τραγικοί ποιητές της αρχαιότητας ήταν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής κι ο Ευριπίδης, ενώ στην κωμωδία ξεχώρισε ο Αριστοφάνης.

Τα αρχαία θέατρα, με πρώτο του Διονύσου, ήταν σχολεία για τη δύναμη της μοίρας, τη ματαιότητα του πολέμου, την ελευθερία, ήταν δηλαδή ένας τρόπος εκπαίδευσης των πολιτών. Οι πανανθρώπινες αλήθειες του αρχαίου ελληνικού θεάτρου έχουν επηρεάσει τη θεατρική σκηνή παγκοσμίως, αγγίζοντας θεατές με διαφορετική κουλτούρα και διαφορετικούς πολιτισμούς, ενώ μέχρι και σήμερα ανεβαίνουν έργα στα αρχαία ελληνικά ανά τον κόσμο, καθιστώντας το διαχρονικό και αναγκαίο για την ανθρώπινη ύπαρξη.