Ανοίγω το τετράδιο με τις κιτρινισμένες σελίδες και διαβάζω: ‘’..ξαφνικά μες απ’ το απόλυτο σκοτάδι μπήκε στην ψυχή μου μια ηλιαχτίδα φως. Διασχίζοντας τα συντρίμμια, ήρθε με πήρε από το χέρι. Με ταξίδεψε μακριά, πολύ μακριά, σ’ έναν άλλο κόσμο. Έστησε τρελό χορό γύρω μου. Με προκαλούσε, μα δεν ήμουν εκεί. Αναρωτήθηκα αν ήταν όνειρο ή εφιάλτης. Πήρε μαζί την ελπίδα μου και χάθηκε. Μα δε ρώτησα γιατί..’’

Βυθίζομαι πάλι στο ίδιο εθιστικό όνειρο. Βρίσκομαι στο λευκό σπίτι με τα δοκάρια στο ταβάνι και τις κάσες. Παντού υπάρχουν κρεμαστά, πράσινα, ολοζώντανα φυτά. Τα φύλλα τους μπλέκονται περίτεχνα και καθώς τα παρατηρώ υπνωτισμένη, μοιάζουν σαν να με μέμφονται χορεύοντας. Για κάποιον ακαθόριστο λόγο το βλέμμα μου περιφέρεται μία στα φυτά και μία στον μαρμάρινο νεροχύτη. Περπατώ, κάνοντας κύκλους γύρω από το βαρύ ξύλινο τραπέζι, χαϊδεύοντας απαλά τα πρόσωπα της θλίψης μου.

Χτυπάει η πόρτα. Την ανοίγω αγωνιώντας και προσπαθώντας να ελέγξω τους χτύπους της καρδιάς μου. Πίσω από την πόρτα, συμβαίνει κάτι αόρατο και ανεξήγητο που εντείνει την αγωνία μου. Κοιτάζω για τελευταία φορά το εσωτερικό του σπιτιού και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Περπατώ με βήμα ταχύ, διασχίζοντας το μονοπάτι με τους κρυστάλλινους κορμούς. Αρχίζω να τρέχω πολύ γρήγορα, ενώ πίσω μου δεν είναι κανείς. Το τοπίο είναι όσο λευκό είναι και το σπίτι. Τρέχω, αφήνοντας παράξενα ίχνη στο επικλινές έδαφος, που υποχωρεί ελάχιστα σε κάθε μου πάτημα.

Προσπαθώ να καταλάβω αν θέλω να ξεφύγω ή να παραδοθώ σ’ αυτό το αόρατο που νομίζω ότι με κυνηγά. Νιώθω δυσάρεστα και παγωμένα, σαν να κλαίω μέσα στο νερό. Τρέχω και το λευκό γίνεται λευκότερο. Ποιος θα ποτίζει τώρα τα φυτά που έμειναν πίσω; Τρέχω ακόμα γρηγορότερα, ώσπου το δέρμα μου αρχίζει να γίνεται διάφανο. Τρέχω μέχρι που εξαϋλώνομαι. Γίνομαι εκατομμύρια κομματάκια και ενώνομαι με το άπειρο. Είμαι το σπίτι, είμαι τα φυτά, είμαι το μονοπάτι, είμαι οι κρυστάλλινοι κορμοί, είμαι το λευκό όνειρό μου.

Τελικά τα κατάφερα.

Βίκυ Μενεγάκη