Πόσο μακριά να είναι;

Την οσμίζομαι,

στην αγριεμένη θάλασσα

που την σκεπάζουν τ’ ανυπότακτα κύματα

και κάτω απ’την ανήξερη πέτρα

το άνθος που φυτρώνει, την τραγουδά.

Την παρατηρώ,

πίσω από τα παράθυρα

με τα θλιμμένα παιδικά πρόσωπα,

την κουρασμένη θαλπωρή του σπιτιού

που νοσταλγεί

το άνοιγμα της πόρτας

και το βιαστικό σύρσιμο των ποδιών.

Τη λαχταρώ,

σαν σβησμένη φωτιά στην έρημη παραλία

και σε ένα καλοκαίρι που καταφτάνει

βαστώντας τρυφερά ηλιοβασιλέματα,

μήπως λησμονήσουμε

πως ήμασταν οι Μάσκες,

τα Δάκρυα και ο Φόβος,

όλα μαζί ανακατεμένα σε

ψεύτικα χαμόγελα και

υποκλίσεις.

Πόσο μακριά να είναι;

Κι ύστερα

τη βλέπω νάρχεται.

Διστακτική και μαυροφορεμένη,

σέρνοντας πίσω τους νεκρούς μου

και μοιράζοντας γαρύφαλλα

σε πρόχειρους τάφους κι αναμμένα κεριά

και αγωνιώ μόνο να μάθω αν άξιζε το Τίμημα.

-Για τα τραγούδια που σιώπησαν

και τους ανθρώπους που σβήσαν οι φωνές τους…-