Πᾶνε κι ἔρχονται
οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο,
στέκονται ὁ ἕνας ἀντίκρυ
στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν,
διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ, δὲ λόξεψες,
βάδισες ἴσα, προχώρησες μὲς
ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ ̓ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ίσα,
μὲς ἀπὸ σένα, κάτω ἀπ ̓ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας μέσα
στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ
κόσμους σὲ πλήρη λάμψη
καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ ̓ τὴ θέα τους.


Νικηφόρος Βρεττάκος – Οι μικροί γαλαξίες