Β´


Τὰ μυστικὰ τῆς θάλασσας ξεχνιοῦνται στ ̓ ἀκρογιάλια ἡ σκοτεινάγρα τοῦ βυθοῦ ξεχνιέται στὸν ἀφρό. Λάμπουνε ξάφνου πορφυρὰ τῆς μνήμης τὰ κοράλλια… Ὦ μὴν ταράξεις… πρόσεξε ν ̓ ἀκούσεις τ ̓ ἀλαφρὸ

ξεκίνημά της… τ ̓ ἄγγιξες τὸ δέντρο μὲ τὰ μῆλα
τὸ χέρι ἁπλώθη κι ἡ κλωστὴ δείχνει καὶ σὲ ὁδηγεῖ… Ὦ σκοτεινὸ ἀνατρίχιασμα στὴ ρίζα καὶ στὰ φύλλα νἄ ̔σουν ἐσὺ ποὺ θἄ ̔φερνες τὴν ξεχασμένη αὐγή!

Στὸν κάμπο τοῦ ἀποχωρισμοῦ νὰ ξανανθίζουν κρίνα μέρες ν ̓ ἀνοίγουνται ὥριμες, οἱ ἀγκάλες τ ̓ οὐρανοῦ, νὰ φέγγουν στὸ ἀντηλάρισμα τὰ μάτια μόνο ἐκεῖνα ἁγνὴ ἡ ψυχὴ νὰ γράφεται σὰν τὸ τραγούδι αὐλοῦ…

Ἡ νύχτα νἄ ̔ταν ποὺ ἔκλεισε τὰ μάτια; Μένει ἀθάλη, σὰν ἀπὸ δοξαριοῦ νευρὰ μένει πνιχτὸ βουητό,
μιὰ στάχτη κι ἕνας ἴλιγγος στὸ μαῦρο γυρογιάλι
κι ἕνα πυκνὸ φτερούγισμα στὴν εἰκασία κλειστό.

Ρόδο τοῦ ἀνέμου, γνώριζες μὰ ἀνέγνωρους μᾶς πῆρες τὴν ὥρα ποὺ θεμέλιωνε γιοφύρια ὁ λογισμὸς
νὰ πλέξουνε τὰ δάχτυλα καὶ νὰ διαβοῦν δυὸ μοῖρες καὶ νὰ χυθοῦν στὸ χαμηλὸ κι ἀναπαμένο φῶς.