O πατέρας φορούσε συνήθως έναν κατιφέ στο πέτο, κι η μητέρα μια ρόμπα με ζωγραφιστά αρχαία ειδύλλια

κι όταν παίζαμε στην αυλή πατούσαμε μόνο στις άσπρες πλάκες: έτσι δε βγήκαμε ποτέ απ’ τ’ όνειρο

η μικρή Άρκτος ερωτοτροπούσε με τον Σεπτέμβριο

ω παιδικότητα: αιωνιότητα αμετάφραστη

κι ο Θεός που απ’ τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που φοβούνται τη νύχτα φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας που στέλνουν την ελπίδα στους ναυαγούς.

Ποίηση, Tόμος Tρίτος 1979-1987, Kέδρος, 1991