Αποχαιρετισμός (Απόσπασμα)


EPΩTOKPITOΣ
Λέγει της ο Pωτόκριτος· “Ήκουσες τα μαντάτα,

που ο Kύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα;

K’ εφάνη του κ’ εσφάγηκεν ο-γι’ αφορμή εδική μου,
σαν ήμαθε την προξενιάν, που’κουσε του Γονή μου.

K’ έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,

κι ο Kύρης μου απ’ την πρίκαν του λογιάζω ν’ αποθάνει.

Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου’δωκε ν’ ανιμένω,

κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.

Kαι πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,

και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;

Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,

στα ξένα πως μ’ εθάψασι, κ’ εκεί’ν’ τα κόκκαλά μου.

Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,

Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.

Kι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου

νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.

“Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ’ εκείνη θέλω μόνο,

και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.

Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,

κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,

ν’ αναδακρυώσεις και να πεις· “Pωτόκριτε καημένε,

τά σου’ταξα λησμόνησα, τό’θελες πλιό δεν έναι.”

Kι όντε σ’ Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,

και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ’ ομορφιάς σου,

όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,

θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν’ αποθάνει.

Θυμήσου πως μ’ επλήγωσες, κ’ έχω Θανάτου πόνον,

κι ουδέ ν’ απλώσω μου’δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον.

Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,

λόγιασε τά’παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.

Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που’βρες στ’ αρμάρι μέσα,

και τα τραγούδια, που’λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα’,

και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ’ εμένα,

που μ’ εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.

Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,

και τα τραγούδια που’βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,

για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,

πλιό σου να τ’ αναθυμηθείς, μα να’ν’ λησμονημένα.


“Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,

κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ’ εβγαίνω από τη Xώρα.

Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ μου,

μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ’ ήσβησέ μου.

Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,

τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν’ αναντρανίσω.

Kάλλιά’χω εσέ με Θάνατον, παρ’ άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.

Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,

κ’ έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ’ εσγουραφίσαν,

κ’ εις όποιον τόπον κι α’ σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου’,

πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.

Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,

χαιρετισμό να μου’πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω.”


Λίγα λόγια για τον ποιητή:
Ο Βιτσέντζος Κορνάρος γεννήθηκε στη Σητεία στις 29 Μαρτίου του 1553. Οι πιο ασφαλείς πληροφορίες για την καταγωγή του Κορνάρου είναι αυτές που δίνει ο ποιητής στο τέλος του έργου του “Ερωτόκριτος”: αναφέρει το όνομα Βιτσέντζος, το οικογενειακό όνομα Κορνάρος, τόπο γέννησης τη Σητεία και το Κάστρο (Ηράκλειο), όπου παντρεύτηκε:

Κ’ εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ’ έχου

μα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχου

Βιτσέντζος είν’ ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος

που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.

Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,

εκεί ‘καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.

Στο Κάστρον επαντρέυτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση,

το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίσει.


Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, συγγραφέας του αφηγηματικού ποίηματος «Ερωτόκριτος» και πιθανώς του θρησκευτικού δράματος «Η Θυσία του Αβραάμ». Πέθανε στον Χάνδακα το 1613 ή το 1614 από άγνωστη αιτία και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.

Σε ερμηνεία του Γιάννη Χαρούλη