Θα θελα να μιλήσω απλά,

όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του

και δείχνει ένα παλιό σημάδι.

‘Οπως κρυώνει ο αγκώνας σου,

γυρίζεις και βλέπεις ότι είναι τρύπιος.

Όπως κάθεται στην πέτρα ένας σύντροφος 

και μπαλώνει τη φανέλα του,

Να μιλήσω αν μια μέρα ξαναγυρίσω

κουβαλώντας μια βρώμικη καραβάνα γεμάτη ξενητειά,

κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο γροθιές σφιγμένες.

Να μιλήσω απλά

μονάχα μια στιγμή, ν ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου.

Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές.

Μιλούσαμε για τον ήλιο.

Τώρα μας τρυπάει η καρδιά σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας

Εκεί που άλλοτε λέγαμε ουρανός, τώρα λέμε κουράγιο

Δεν είμαστε πια ποιητές παρά μονάχα σύντροφοι

με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα.

Απόψε λέμε να σου γράψουμε μάνα

μήπως ακούσουμε τη βροχή

να περπατάει με τα λιωμένα σου τσόκαρα

μήπως δούμε το χαμόγελό σου

να κρέμεται σαν παγούρι πάνω απ τη δίψα μας

Μας ταΐζουν σάπιες πατάτες: μην ανησυχείς

Μας βρίζουν και μας χτυπάνε: να μας αγαπάς

Ίσως να μη γυρίσουμε, μα εσύ ν’ ανάψεις τη λάμπα μάνα

μάνα, θάρθουν άλλοι….

Αγαπημένη,

μπορεί να κρυώνω όταν βρέχει,

μπορεί να χαιδεύω στις τσέπες μου τα ψίχουλα της ανάμνησης.

Ακόμα καίνε οι παλάμες μου, που κάποτε σε κράτησαν

Μα δε μπορώ να γυρίσω.

Πώς να αρνηθώ το ξεροκόματο που μοιράσαμε είκοσι άνθρωποι;

Πώς να αρνηθώ τη μητέρα μου που καρτεράει μια κούπα φασκόμηλο;

Πώς να αρνηθώ το παιδί που του τάξαμε ένα χωνάκι ουρανό;

Να μ αγαπάς.

Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω

βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου

θα καθήσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια

Δε σ΄ αρέσουν πια τα ροζιασμένα χέρια μου, θα πω.

Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.

Ένα άστρο θα κουδουνίζει στο βρεγμένο ουρανό

Μπορεί και να κλάψω.